-
1 прилив
-
2 прилив
-а α.1. παλίρροια πλημμυρίδα φουσκονεριά•прилив и отлив παλίρροια και άμπωτη.
2. εισροή• συρροή•прилив денег εισροή χρημάτων•
народу συρροή πλήθους (λαού)•
прилив крови συρροή αίματος (υπεραιμία).
3. μτφ. άνοδος, ανύψωση.4. (τεχ.) εξόγκωμα σε εξάρτημα (κατά το χύσιμο του μετάλλου). -
3 Ebb
v. intrans.Flow back: use P. and V. πάλιν ῥεῖν.met., fall away: P. and V. ἀπορρεῖν, διαρρεῖν.When the blood has ebbed in painless death: V. αἱμάτων εὐθνησίμων ἀπορρυέντων (Æsch., Ag. 1293).——————subs.V. παλίρροια, ἡ, or παλιρροία, ἡ (Soph., frag.).Tossed by the constant ebb and flow of the tide: V. πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φορούμενος (Eur., Hec. 29).In Peparethus too there was a strong ebb tide, but no inundation occurred: P. ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις οὐ μέντοι ἐπέκλυσέ γε (Thuc. 3, 89).Be at a low ebb, v.: met., use P. μοχθηρῶς διακεῖσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ebb
-
4 Tide
subs.Current: P. ῥεῦμα, τό (Thuc. 2, 102), ῥοή, ἡ (Plat., Crat. 402A).With the tide: P. κατὰ ῥοῦν.Flow with a strong tide, v.: P. and V. πολὺς ρεῖν.Be at high tide, v.: use P. μέγας ρεῖν.Swell, wave: P. and V. κῦμα, τό.Return of the tide: P. κύματος ἐπαναχώρησις (Thuc. 3, 89).Flood tide: use P. θάλασσα κυματωθεῖσα (cf. Thuc. 3,89).Ebb and flow: V. δίαυλοι κυμάτων, οἱ.Ebb: V. παλίρροια, ἡ, παλιρροία, ἡ (Soph., frag.).met., P. and V. κῦμα, κλύδων, ὁ.Drift: P. φορά, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tide
-
5 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
6 прилив
1. мор. η πλήμμη, η πλημμυρίδα 2.(утолщение на отлитой детали) η διόγκωση, η πλύμνη 3. (приток крови) η συμφόρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прилив
-
7 отлив
отливм1. ἡ ἄμπωτις:прилив и \отлив ἀμπωτις καί παλίρροια·2. (оттенок) ἡ ἀπόχρωση [-ις], ἡ μαρμαρυγή, ἡ ἀναλαμπή (отблеск):с серебристым \отливом μέ ἀργυρή ἀπόχρωση. -
8 прилив
приливм1. (морской) ἡ πλημμυρίς, ἡ φουσκονεριά:\прилив и отли́в ἡ παλίρροια·2. перен (приток) ἡ συρροή·3. мед. ἡ συμ<ρόρηση [-ις]. -
9 tide
(the regular, twice-a-day ebbing and flowing movement of the sea: It's high/low tide; The tide is coming in / going out.) παλίρροια- tidal- tidal wave -
10 обратный
επ.αντίστροφος, αντίθετος• της επιστροφής, της επανόδου•обратный путь επάνοδος, επιστροφή•
на -ом пути στην επάνοδο, στην επιστροφή, στο γύρισμα•
в -ом направлении σε αντίθετη κατεύθυνση•
-ое движение воды παλίρροια•
-ое движение αντίθετη κίνηση•
обратный ход αντίθετη φορά•
-ая сторона η αντίθετη(η άλλη) πλευρά, η ανάποδη•
-ая пропорциональность αντίστροφη αναλογία.
εκφρ.обратный адрес – η διεύθυνση του αποστολέα•обратный билет – εισιτήριο με επιστροφή (αλερετούρ)•- ая сила закона – αναδρομική ισχύς του νόμου. -
11 отлив
-а α.1. έκχυση• εκκένωση, άδειασμα.2. έκχυση με άντληση.3. (για νερά, κύματα κ.τ.τ.) κύλιση (γύρισμα) προς τα πίσω, επιστροφή.4. (γΐ-α μέταλλα) χύση, χύσιμο.5. η άμπωτη•отлив и гфилив άμπωτη και παλίρροια.
|| μτφ. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || υποχώρηση•временный отлив революции προσωρινή υποχώρηση της επανάστασης.
6. απόχρωση•золотой отлив χρυσαφένια απόχρωση.
|| παλ. αναλαμπή, έκλαμψη φωτός• ανταύγεια, αντιλαμπή.
См. также в других словарях:
παλιρροία — παλιρροίᾱ , παλίρροια flowing back fem nom/voc/acc dual παλιρροίᾱ , παλίρροια flowing back fem nom/voc/acc dual (ionic) παλιρροίᾱ , παλίρροια flowing back fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροίᾳ — παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric aeolic) παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίρροια — flowing back fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
παλίρροια — η το περιοδικό ανέβασμα και χαμήλωμα της στάθμης της θάλασσας. Επίθ. παλλιρροϊκός, ή, ό αυτός που αναφέρεται, ανήκει στην παλίρροια: Παλιρροϊκό κύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιρροίας — παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem acc pl παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem gen sg (attic doric aeolic) παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem acc pl (ionic) παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem gen sg (attic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροίαι — παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric aeolic) παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροίαις — παλίρροια flowing back fem dat pl παλίρροια flowing back fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροίῃ — παλίρροια flowing back fem dat sg (epic ionic) παλίρροια flowing back fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροίῃς — παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροίῃσι — παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)