-
61 побороть
-борю, -борешь ρ.σ.μ.1. κατα-βαλλω, νικώ επικρατώ, κατισχύω, υπερισχύω, υπερνικώ.2. καταδαμάζω, κατανικώ, καταστέλλω, υποτάσσω, καταπνίγω (για πάθη κ.τ.τ.).εκφρ.побороть себя – κυριαρχώ στον εαυτό μου, συγκρατώ τον εαυτό μου (για αίσθημα, επιθυμία).αγωνίζομαι, παλεύω για ένα χρ. διά-στη μα. -
62 спорить
-рю -ришьρ.δ.1. συζητώ• αντιλέγω, λογομαχώ• φιλονικώ, ερίζω. || στοιχηματίζω. || αμφισβητώ, διαφωνώ, αντ ιγνωμώ. || διεκδικώ (δικαστικώς).2. μτφ. αγωνίζομαι, παλεύω•спорить с судьбой αγωνίζομαι με την τύχη (κατά της τύχης).
|| συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι.βλ. ενεργ. φ. (1 σημ.). -
63 стараться
ρ.δ. προσπαθώ• εργάζομαι με ζήλο• πολεμώ πασχίζω παλεύω. -
64 lutter
1) παλεύω2) μάχομαι -
65 zápasit
1) μάχομαι2) παλεύω -
66 grapple
1) αρπάζομαι2) δραστηριοποιούμαι3) παλεύω -
67 walczyć
1) μάχομαι2) παλεύω
См. также в других словарях:
παλεύω — παλεύω, πάλεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παλεύω — (I) και παλαίβω 1. συμπλέκομαι με κάποιον και προσπαθώ να τόν νικήσω 2. επιδίδομαι στο αγώνισμα τής πάλης 3. μτφ. αγωνίζομαι σκληρά για να υπερνικήσω αντίπαλο ή αντίξοες περιστάσεις («με το κύμα, με τσ ανέμους, παλεύω μοναχή», Σολωμ.) 4. (κατ… … Dictionary of Greek
παλεύω — πάλεψα 1. πιάνω κάποιον και προσπαθώ να τον ρίξω κάτω. 2. μτφ., πολεμώ, αγωνίζομαι, προσπαθώ: Το καράβι πάλευε όλη νύχτα με τα κύματα. – Παλεύω να καρφώσω τούτο το κάθισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλεύετε — παλεύω act as decoy birds pres imperat act 2nd pl παλεύω act as decoy birds pres ind act 2nd pl παλεύω act as decoy birds imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλεύσει — παλεύω act as decoy birds aor subj act 3rd sg (epic) παλεύω act as decoy birds fut ind mid 2nd sg παλεύω act as decoy birds fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλεύει — παλεύω act as decoy birds pres ind mp 2nd sg παλεύω act as decoy birds pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλεύομεν — παλεύω act as decoy birds pres ind act 1st pl παλεύω act as decoy birds imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλεύουσι — παλεύω act as decoy birds pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παλεύω act as decoy birds pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλεύσετε — παλεύω act as decoy birds aor subj act 2nd pl (epic) παλεύω act as decoy birds fut ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπαλεύω — παλεύω με τα θαλάσσια κύματα … Dictionary of Greek
παλευθῆναι — παλεύω act as decoy birds aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)