-
1 παλαιο-ράφος
παλαιο-ράφος, ὁ, Altflicker.
-
2 παλαιοράφος
A cobbler, ib.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιοράφος
-
3 παλαιοράφος
παλαιο-ράφος, ὁ, Altflicker
См. также в других словарях:
παλαιοράφος — παλαιοράφος, ον (Α) το αρσ. ως ουσ. επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. κοσκινο ράφος] … Dictionary of Greek