Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

παλαιοὶ+γέροντες

  • 1 люди

    людей, людям, людьми, о людях α.
    1. πλθ. του ουσ. человек οι άνθρωποι, ο κόσμος•

    люди доброй воли άνθρωποι καλής θέλησης•

    делать -ям добро κάνω καλό στους ανθρώπους•

    люди говорят ο κόσμος λέει•

    он меня вывел в люди αυτός με έβγαλε στον κόσμο (στην κοινωνία)•

    как много -ей! τι πολύς κόσμος!•

    пришли какие-то люди ήρθαν κάτι άνθρωποι•

    старые люди οι παλαιοί (οι γέροντες)•

    новые люди οι νέοι, νεολαίοι.

    2. στελέχη. || (στρατ.) οι κατώτεροι αξιωματικοί του διοικητή.
    3. παλ. υπηρέτες αρχοντόσπιτου.
    εκφρ.
    на -ях – μπροστά στον κόσμο, μπροστά σε ξένους.
    ουδ.
    άκλ. παλαιά ονομασία του γράμματος «Л».

    Большой русско-греческий словарь > люди

См. также в других словарях:

  • παλιός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου. * * * ά, ό και παλαιός ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. αρσ. πάλαος, βοιωτ. τ. παληός, λακων. τ. παλεός) 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»