-
1 люди
люди 1людей, людям, людьми, о людях α.1. πλθ. του ουσ. человек οι άνθρωποι, ο κόσμος•люди доброй воли άνθρωποι καλής θέλησης•
делать -ям добро κάνω καλό στους ανθρώπους•
люди говорят ο κόσμος λέει•
он меня вывел в люди αυτός με έβγαλε στον κόσμο (στην κοινωνία)•
как много -ей! τι πολύς κόσμος!•
пришли какие-то люди ήρθαν κάτι άνθρωποι•
старые люди οι παλαιοί (οι γέροντες)•
новые люди οι νέοι, νεολαίοι.
2. στελέχη. || (στρατ.) οι κατώτεροι αξιωματικοί του διοικητή.3. παλ. υπηρέτες αρχοντόσπιτου.εκφρ.на -ях – μπροστά στον κόσμο, μπροστά σε ξένους.люди 2ουδ.άκλ. παλαιά ονομασία του γράμματος «Л».
См. также в других словарях:
παλιός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου. * * * ά, ό και παλαιός ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. αρσ. πάλαος, βοιωτ. τ. παληός, λακων. τ. παλεός) 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek