Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

παισὶ

  • 1 παις

        I.
         παῖς
        παιδός, эп. тж. πάϊς ὅ и ἥ (voc. παῖ - эп. тж. πάϊ; pl.: gen. παίδων, dat. παισί - эп. παίδεοσι)
        1) ребенок, дитя, мальчик или девочка
        

    π. παιδός Hom., Plat. — внук;

        πέτρας ὀρείας π. Eur. — дитя горных скал, т.е. Эхо;
        ἐκ παιδός Plat. — с детства;
        ἐκ τῶν παίδων εὐθύς Plat. — с раннего детства;
        π. συφορβός Hom. — юный свинопас;
        ἀμπέλου π. Pind. — дитя виноградной лозы, т.е. вино;
        παῖδες τᾶς ἀμιάντου Aesch. — дети морской пучины, т.е. морские животные

        2) pl. сыны (в описаниях, преимущ. не переводится)
        

    οἱ παῖδες Ἀσκληπιοῦ Plat. — сыны Асклепия, т.е. врачи;

        Λυδῶν παῖδες Her. — лидийцы;
        δυστήνων παῖδες Hom. — несчастные;
        οἱ ζωγράφων παῖδες Plat.живописцы

        3) юный раб Aesch., Plat., Arph. etc.
        II.
         πάϊς
         и ἥ эп. = παῖς См. παις

    Древнегреческо-русский словарь > παις

  • 2 υπολειπω

        1) тж. med. оставлять, pass. оставаться
        

    ἃ ὑπέλειπον ἔδοντες Hom. — то, что оставили обедающие, т.е. остатки обеда;

        ὀλίγοι τινὲς αὐτῶν ὑπολειφθέντες Her. — те немногие, которые остались из них;
        ἐγὼ ὑπολείψομαι αὐτοῦ Hom. — я останусь здесь;
        οὐδὲν ὑπολείπεται, ἄλλ΄ ἢ ποιεῖν τι Plat. — не остается ничего, как сделать что-л.;
        ὑ. ἑαυτῷ ἀναφοράν Dem. — оставлять себе лазейку;
        ὑπολιπεῖν τι τοῖς παισί Thuc.оставить что-л. детям (в наследство);
        ὑπολιπέσθαι τι εἰς τὸν ὕστερον λόγον Dem.приберечь что-л. к концу речи

        2) оставлять без внимания, обходить, пропускать
        

    ἐξ ὧν ἂν ἐγὼ ὑπολίπω Lys.на основании каких-л. упущенных мною фактов

        3) pass. оставаться позади, отставать
        

    ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου Her. — отстать от похода, т.е. дезертировать;

        οἱ ὑπολειφθέντες Xen. — отставшие (от своих отрядов);
        ὑπολείπεσθαι τοῦ στόματος τῶν ὁπλιτῶν Xen. — быть позади головной колонны гоплитов;
        ὑπολείπεσθαι τῇ ἡλικίᾳ Arst. — быть моложе годами;
        τῆς ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες Aesch.не принявшие участие в ратном деле

        4) тж. pass. приходить к концу, кончаться
        ἔλεγε Γοργίας, ὅτι οὐχ ὑπολείπει αὐτὸν ὅ λόγος Arst. — Горгий говорил, что (никогда) не ощущает недостатка в словах;
        τρίχες ὑπολείπουσιν Arst.волосы выпадают

    Древнегреческо-русский словарь > υπολειπω

См. также в других словарях:

  • παισί — παῖς child masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῖσι — πᾶς papa masc/neut dat pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hirmine — Ὑρμίνη Hirmine Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes pelasgos, griegos Idioma …   Wikipedia Español

  • Epeo de Élide — Para otros usos de este término, véase Epeo. Epeo de Élide (en griego Ἐπειός ὁ Ἠλείος, Epeiós ho Eleíos ) fue el tercer rey mítico de la antigua Élide. Es héroe epónimo de los epeos, una de las denominaciones de los habitantes de la Élide. Era… …   Wikipedia Español

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • επτάριθμος — ἑπτάριθμος, ον (AM) αυτός που αποτελείται από επτά μονάδες («ἐν ἑπταρίθμοις παισί» σε επτά παιδιά, Κ. Μανασσ.) …   Dictionary of Greek

  • εφαπλώ — και εφαπλώνω (ΑΜ ἐφαπλῶ, όω) απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («στῆθος ἐφαπλώσας... ὄχθης», Νόνν.) μσν. 1. (για πουλί) ξετυλίγω τα φτερά μου 2. (νομ.) συντελώ 3. ξαπλώνω κάποιον κάτω («ἐφαπλοῑ ὁ ἵππος τὸν ἀναβάτην», Δούκ.) μσν. αρχ. 1. διαχέω,… …   Dictionary of Greek

  • καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαμπαδεύω — (Α μεταλαμπαδεύω) μεταδίδω το φως τής παιδείας και σε άλλους, μεταδίδω γνώσεις, επιστήμη, πολιτισμό, διαφωτίζω, εκπολιτίζω (α. «οι λόγιοι τής διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῡ γένους ἡμῶν καὶ …   Dictionary of Greek

  • νεανίσκος — ο, θηλ. νεανίσκη (Α νεανίσκος και ιων. τ. νεηνίσκος) νεαρός ως προς την ηλικία, αυτός που μόλις έχει υπερβεί την παιδική ηλικία, έφηβος (α. «αναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», Σολωμ. β. «ἐν τε παισὶ καὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»