Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

παισί

  • 1 People

    subs.
    Ar. and V. λεώς, ὁ (also Plat. but rare P.), λαός, ὁ.
    Of the people, adj.: see Public.
    Citizens: P. and V. πολῖται, οἱ, or πόλις, ἡ, used collectively.
    Nation: P. and V. ἔθνος, τό.
    Commons: P. and V. δῆμος, ὁ, πλῆθος, τό, οἱ πολλοί.
    Leader of the people: P. δημαγωγός, ὁ.
    Common people, mob: P. and V. ὄχλος, ὁ.
    Has all power been given to the people? V. δεδήμευται κράτος; (Eur., Cycl. 119).
    A man of the people: use adj., Ar. and P. δημοτικός, or V. δημότης νήρ.
    Inhabitants: P. and V. οἱ ἐνοικοῦντες; see Inhabitant.
    People say: P. and V. λέγουσι.
    People would say: P. and V. λέξειεν ἄν τις.
    ——————
    v. trans.
    Fill: P. and V. πληροῦν.
    Settle with inhabitants: P. and V. κατοικίζειν, οἰκίζειν, ποικίζειν.
    Who people the city of Cadmus with their children's children: V. οἱ Κάδμου πόλιν τεκνοῦσι παίδων παισί (Eur., H.F. 6).
    Settle in: P. and V. ἐποικεῖν (acc.).
    Inhabit: P. and V. οἰκεῖν, κατοικεῖν, ἐνοικεῖν (dat.), ἔχειν, νέμειν (rare P.), νέμεσθαι (mid.), Ar. and V. ναίειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > People

См. также в других словарях:

  • παισί — παῖς child masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῖσι — πᾶς papa masc/neut dat pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hirmine — Ὑρμίνη Hirmine Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes pelasgos, griegos Idioma …   Wikipedia Español

  • Epeo de Élide — Para otros usos de este término, véase Epeo. Epeo de Élide (en griego Ἐπειός ὁ Ἠλείος, Epeiós ho Eleíos ) fue el tercer rey mítico de la antigua Élide. Es héroe epónimo de los epeos, una de las denominaciones de los habitantes de la Élide. Era… …   Wikipedia Español

  • δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… …   Dictionary of Greek

  • επτάριθμος — ἑπτάριθμος, ον (AM) αυτός που αποτελείται από επτά μονάδες («ἐν ἑπταρίθμοις παισί» σε επτά παιδιά, Κ. Μανασσ.) …   Dictionary of Greek

  • εφαπλώ — και εφαπλώνω (ΑΜ ἐφαπλῶ, όω) απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («στῆθος ἐφαπλώσας... ὄχθης», Νόνν.) μσν. 1. (για πουλί) ξετυλίγω τα φτερά μου 2. (νομ.) συντελώ 3. ξαπλώνω κάποιον κάτω («ἐφαπλοῑ ὁ ἵππος τὸν ἀναβάτην», Δούκ.) μσν. αρχ. 1. διαχέω,… …   Dictionary of Greek

  • καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κλέος — το (AM κλέος) καλή φήμη, δόξα, αίγλη («κλέος οὐρανόμηκες ἐν βροτοῖσιν ἕξεις», Αριστοφ.) αρχ. 1. φήμη, λόγος, είδηση («τὶ δὴ κλέος ἔστ ἀνὰ ἄστυ;», Ομ. Οδ.) 2. κακή φήμη, προσβολή, ντροπή («θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω», Πίνδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαμπαδεύω — (Α μεταλαμπαδεύω) μεταδίδω το φως τής παιδείας και σε άλλους, μεταδίδω γνώσεις, επιστήμη, πολιτισμό, διαφωτίζω, εκπολιτίζω (α. «οι λόγιοι τής διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῡ γένους ἡμῶν καὶ …   Dictionary of Greek

  • νεανίσκος — ο, θηλ. νεανίσκη (Α νεανίσκος και ιων. τ. νεηνίσκος) νεαρός ως προς την ηλικία, αυτός που μόλις έχει υπερβεί την παιδική ηλικία, έφηβος (α. «αναρίθμητοι γυμνοί, κόρες, γέροντες, νεανίσκοι, / βρέφη ακόμη εις το βυζί», Σολωμ. β. «ἐν τε παισὶ καὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»