-
1 παιδί(ον)
τό1) дитя, ребёнок; мальчик; подросток; юноша;μη γίνεσαι παιδί(ον) — не ребячься;
από παιδί(ον) — с детства;
από μικρό παιδί(ον) — с самого детства, с малых лет;
2) сын; дочь; ребёнок;είναι παιδί(ον) μου — это мой сын (моя дочь);
παιδί(ον) του λαού — сын народа;
παιδί(ον) μου! — дитя моё!, сынок!, сыночек!, дочка!, доченька! (обращение);
3) холостяк, неженатый мужчина;4) мальчик на побегушках;§ παιδί(ον) του δρόμου — уличный мальчишка
-
2 παιδί(ον)
τό1) дитя, ребёнок; мальчик; подросток; юноша;μη γίνεσαι παιδί(ον) — не ребячься;
από παιδί(ον) — с детства;
από μικρό παιδί(ον) — с самого детства, с малых лет;
2) сын; дочь; ребёнок;είναι παιδί(ον) μου — это мой сын (моя дочь);
παιδί(ον) του λαού — сын народа;
παιδί(ον) μου! — дитя моё!, сынок!, сыночек!, дочка!, доченька! (обращение);
3) холостяк, неженатый мужчина;4) мальчик на побегушках;§ παιδί(ον) του δρόμου — уличный мальчишка
-
3 παΐδι
το ребро (человека или животного) -
4 παιδί
παῖςchild: masc /fem dat sg -
5 παιδί'
παιδίᾱͅ, παιδίαchildhood: fem dat sg (attic doric aeolic)παιδία, παιδίονneut nom /voc /acc pl -
6 παιδί
[пэди] ουσ. о. дитя, ребенокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παιδί
-
7 παιδί
[пэди] ουσ ο дитя, ребенок. -
8 παίδι
kaburga -
9 παιδί
enfant -
10 παιδί
1) dzieciak (m) rzecz.2) dziecko (n) rzecz. -
11 παιδί
1) děcko2) dítě3) potomek -
12 παιδί
1) child2) guy3) kid4) ladΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παιδί
-
13 παιδι-ώδης
παιδι-ώδης, ες, nach der Kinder Art, gern spielend, spaßhaft, Sp., vgl. Ion bei Ath. XIII, 603 c; Arist. eth. 7, 7; auch = kindisch.
-
14 παμ-παιδί
παμ-παιδί, mit allen Kindern, D. Cass. 41, 9.
-
15 Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί
Αν δεν φωνάζει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του– Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί• Дитя не плачет – мать не разумеетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008——————Αν δεν φωνάζει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του• Дитя не плачет — мать не разумеетИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί
-
16 Από παιδί, τρελό και μεθυσμένο μαθαίνεις την αλήθεια
• Что у трезвого на уме, то у пьяного на языкеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από παιδί, τρελό και μεθυσμένο μαθαίνεις την αλήθεια
-
17 Η μαϊμού το παιδί της αγγελόπουλο κράζει
• Всяк кулик свое болото хвалит• Хотя дитя криво, да матери милоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η μαϊμού το παιδί της αγγελόπουλο κράζει
-
18 Και η μάνα το παιδί της αν δεν κλάψει, δεν το θηλάζει
• Гром не грянет – мужик не перекреститьсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Και η μάνα το παιδί της αν δεν κλάψει, δεν το θηλάζει
-
19 Το παιδί είναι το στόμα της αλήθειας
• Устами младенца глаголет истинаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το παιδί είναι το στόμα της αλήθειας
-
20 Το παιδί σου και το σκυλί σου όπως τα μάθεις
• Ребёнок и собака – чему научишь, так и будут себя вестиИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το παιδί σου και το σκυλί σου όπως τα μάθεις
См. также в других словарях:
παΐδι — παΐδι, το και παϊδάκι, το και παγίδι, το 1. πλευρά σκελετού ανθρώπου ή ζώου: Του σπάσανε τα πα(γ)ίδια (δηλ. του δώσανε πολύ ξύλο). 2. πλευρά σφαγίου για ψήσιμο, αλλ. μπριζόλα ή κοτολέτα: Παράγγειλα μία μερίδα αρνίσια παϊδάκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — το 1. νέος, άνθρωπος μικρής ηλικίας: Τίποτε δεν επενεργεί καλύτερα πάνω στα παιδιά από τον έπαινο (Σίντεϊ). 2. μτφ., ο αφελής: Παιδί είσαι και δε σοβαρεύεσαι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδί — παῖς child masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδί' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) παιδία , παιδίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλό Παιδί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 158 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 33 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας … Dictionary of Greek
παιδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… … Dictionary of Greek