-
121 αχαλίνωτος
-
122 βίαιος
η, ο [αία, ον]1) насильственный;βίαιο πραξικόπημα — или βίαιη ανατροπή — насильственный переворот;
βίαιος θάνατος — насильственная смерть;
με βίαια μέσα — силой, насильственными мерами;
2) сильный; бурный; стремительный; резкий; порывистый;βίαιος άνεμος — порывистый ветер;
βίαια πάθη — бурные страсти;
βίαιος χαρακτήρας — крутой характер
-
123 δύστυχος
η, ο бедный, несчастный; злополучный, злосчастный;τί τούμελε τού δύστυχου να πάθη! чего только ему, бедняге, не пришлось пережить! -
124 κατευνάζω
-
125 λινάρι
το лён;ακατέργαστο λινάρι — лён-сырец;
§ τραβώ τού λινάριου τα πάθη — переживать несчастье за несчастьем
-
126 οξύνω
(αόρ. όξυνα, παθ. αόρ. οξύνθηκα) μετ.1) заострять, делать острым; 2) перен. заострять; обострять; делать напряжённым;οξύνω την κριτική — заострять критику;
οξύνω τίς σχέσεις — обострять отношения;
οξύνω τα πάθη — разжигать страсти;
οξύνω την ένταση — нагнетать напряжённость;
οξύνθηκαν τα πράγματα — положение обострилось; — дела ухудшились;
3):οξύνω τη φωνή — закричать пронзительным голосом
-
127 σιγώ
(α) αμετ.1) умолкать, замолкать, утихать;αναγκάζω να σιγήσει — заставлять замолчать;
αναγκάζω τίς εστίες πυρός τού εχθρού να σιγήσουν — подавлять огневые точки противника;
2) перен. утихать, стихать; успокаиваться;εσίγησαν τα πολιτικά πάθη утихли политические страсти -
128 συνδαυλίζω
μετ.1) ворошить (огонь), мешать дрова, угли; 2) перен. разжигать; раздувать; возбуждать; обострять;συνδαυλίζω τα πάθη — разжигать страсти;
συνδαυλίζω τό μίσος — разжигать вражду
См. также в других словарях:
πάθη — πάθη, ἡ (Α) 1. η παθητική κατάσταση, η κατάσταση δηλ. κατά την οποία κάποιος υφίσταται κάτι 2. το συμβάν, η περιπέτεια κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾱσαν τὴν ἑωυτοῡ πάθην», Ηρόδ.) 3. συμφορά, πάθημα 4. στον πληθ. αἱ πάθαι… … Dictionary of Greek
πάθη — passive state fem nom/voc sg (attic epic ionic) πάθος that which happens neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πάθος that which happens neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθῃ — πάθη passive state fem dat sg (attic epic ionic) πάσχω have aor subj mp 2nd sg πάσχω have aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθηι — πάθῃ , πάθη passive state fem dat sg (attic epic ionic) πάθῃ , πάσχω have aor subj mp 2nd sg πάθῃ , πάσχω have aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθαι — πάθη passive state fem nom/voc pl πάθᾱͅ , πάθη passive state fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθέων — πάθη passive state fem gen pl (epic ionic) πάθος that which happens neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθῶν — πάθη passive state fem gen pl πάθος that which happens neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθαις — πάθη passive state fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθην — πάθη passive state fem acc sg (attic epic ionic) πάθος that which happens neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθης — πάθη passive state fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθῃς — πάθη passive state fem dat pl (epic) πάσχω have aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)