-
1 λαγος
-
2 λαγός
-
3 Λαγος
ὁ Лаг (македонянин, полководец Филиппа Македонского, муж Арсинои, отец Птолемея I Сотера, основатель македонско-египетской династии) Plut. -
4 Λάγος
Λάγοςmasc nom sg -
5 λαγός
ο заяц;§ γίνομαι λαγός — задать стрекача;
τάζω λαγούς με πετραχήλια — сулить золотые горы;
πού κυνηγά πολλούς λαγούς κανένα δεν πιάνει — посл, за двумя зайцами погонишься, ни одного не поймаешь
-
6 Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του
– Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του• Птица поет – сама себя выдает• Сорока сама сказывает, где гнездо свилаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του
-
7 λαγός
λαγῶςhare: masc nom sg -
8 λαγός
la llebre -
9 λαγός
заjакГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > λαγός
-
10 λαγός
lièvre -
11 λαγός
zając (m) rzecz. -
12 λαγός
zajíc -
13 λαγός
hareΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λαγός
-
14 ἁρπά-λαγος
ἁρπά-λαγος, ὁ, ein Jägerwerkzeug, Opp. C. 1, 153.
-
15 Λάγον
Λάγοςmasc acc sg -
16 Λάγου
Λάγοςmasc gen sg -
17 Λάγους
Λάγοςmasc acc pl -
18 Λάγων
Λάγοςmasc gen pl -
19 lièvre
λαγός -
20 hare
λαγός
См. также в других словарях:
Λάγος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
Λαγός — Sp Lãgas Ap Λαγός/Lagos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
λαγός — ο 1. μικρό θηλαστικό ζώο με μεγάλα αυτιά. 2. φρ., «Έγινε λαγός», έφυγε τρέχοντας· «Τάζει λαγούς με πετραχήλια», υπόσχεται πολλά χωρίς να μπορεί να τα πραγματοποιήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λαγὸς περὶ τῶν χρεῶν. — См. Шкурный вопрос … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λάγος ή Λάαγος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Πατέρας του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ήταν ηγεμόνας της Εορδαίας, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ήταν απλώς ένας άσημος Μακεδόνας, ο… … Dictionary of Greek
λαγός της θάλασσας — Κοινή ονομασία του γαστερόποδου μαλακίου Aplysia californica της τάξης των ανασπιδωτών. Ονομάζεται έτσι γιατί έχει στην κορυφή του κεφαλιού του δύο μακριές κεραίες που μοιάζουν με τα αφτιά του λαγού. Είναι ίσως το μεγαλύτερο γαστερόποδο του… … Dictionary of Greek
λαγός — λαγῶς hare masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάγον — Λάγος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάγου — Λάγος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάγους — Λάγος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)