-
21 упасть
упаду, упадшь, παρλθ. χρ. упал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. упавший κ. παλ. упадшийρ.σ.βλ. падать.εκφρ.упасть в ноги кому – πέφτω στα πόδια κάποιου (εκλιπαρώ). -
22 попасть
-паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•
пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.
2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•
-под дождь με πιάνει η βροχή•
он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•
попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•
εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;
βρίσκω τυχαία, συναντώ•попасть на след πέφτω σε ίχνος.
3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.
4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.
|| εισάγομαι, μπαίνω•он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.
5. βλ. попасться (2 σημ.).6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.
εκφρ.попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•
он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•
он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.
2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).εκφρ.попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών. -
23 нога
-ы θ.πόδι•болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•
стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•
тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•
передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•
μτφ. στήριγμα•-и стола τα πόδια του τραπεζιού.
εκφρ.без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•на -ах – στα πόδια•уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•взять -у – παίρνω βήμα•дать -у – δίνω βήμα•быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•идти ή шагать (нога) в -у – κυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•чего моя нога – χό•нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί). -
24 напасть
напасть 1-паду, -падёшь, παρλθ. χρ. напал-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напавшийρ.σ.1. επιτίθεμαι, εφορμώ•напасть на неприятельскую крепость επιτίθεμαι κατά του εχθρικού οχυρού.
|| πέφτω•на посевы -ла саранча στα σπαρτά έπεσε ακρίδα•
волк -ил на стадо ο λύκος έπεσε στο κοπάδι.
2. ρίχνομαι, επιδίδομαι (με ζήλο).3. επίθεση (με λόγια, βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ.).4. πέφτω, με πιάνει, κατέχομαι•на меня -ла лень μ' έπιασε η τεμπελιά•
на него -ал сон τόν έπιασε ο ύπνος.
5. επιπίπτω, πέφτω επάνω, τυχαία ανακαλύπτω•напасть на золотоносную жилу πέφτω πάνω σε χρυσοφόρα φλέβα•
напасть на заячий след πέφτω σε τορό λαγού.
|| μτφ. (για σκέψη, ιδέα κ.τ.τ.) συλλαμβάνω τυχαία, βρίσκω. || συναντώ ανεπάντεχα, πέφτω επάνω.εκφρ.не на того (ту) -ал; не на робкого (робкую) -ал; не на дурака (дуру) -ал – δε σου περνά, δε βρήκες κορόιδο,,φοβιτσάρη, ουτό.напасть 2ρ.σ. βλ. нападать.напасть 3-и θ.δυστυχία, κακό, συμβάν. -
25 нос
-а α. προθετ. о -е, на -у, πλθ. -ы α.1. μύτη, ρις•длинный нос μακριά μύτη•
нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•
курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•
вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•
орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•
сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•
нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).
2. ράμφος•дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.
3. βλ. носик (2 σημ.).4. βλ. носок5. πλώρη, πρώρα.6. ακρωτήριο, κάβος..εκφρ.из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•- ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•оставить с -ом – μτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε). -
26 пасть
пасть Iсов1. см. падать 2, 3, 6·2. (в бою) πέφτω μαχόμενος:\пасть на по́ле брани πέφτω στό πεδίον τῆς μάχης (или τής τιμής)· ◊ \пасть в чьем-л. мнении ξεπέφτω στά μάτια κάποιου· крепость пала τό φρούριο Επεσε· \пасть жертвой πέφτω Θῦμα.пасть II ж (животного) τό στόμα (ζώοο). -
27 налететь
-лечу, -летишьρ.σ.1. πετώντας πέφτω επάνω, επιπίπτω. || τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα προσκρούω•автомобиль -л на столб το αυτοκίνητο προσέκρουσε στο στύλο.
|| μτφ. συναντώ, τρακάρω•налететь на подлеца πέφτω σε παλιάνθρωπο.
2. ορμώ, επιτίθεμαι από τον αέρα.3. εισορμώ. || ρίχνομαι λαίμαργα.4. μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, απειλές κ.τ.τ.5. (για άνεμο, θύελλα) ενσκήπτω. || καταλαμβάνομαι, κυρι|εύομαι (από αισθήματα, πάθη κ.τ.τ.).6. εισβάλλω, πέφτω•на южные районы -ла саранча στις νότιες περιοχές έπεσε ακρίδα.
7. επικάθομαι, συσσωρεύομαι, μαζεύομαι•на сткла -ла пыль στα τζάμια κάθησε σκόνη.
|| συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι από τα πέριξ. -
28 небо
неб||о Iс ὁ οὐρανός:звездное \небо ὁ Εναστρος οὐρανός· ◊ под открытым \небоом στήν ὑπαιθρο· быть на седьмом \небое βρίσκομαι στον ἐβδομο οὐρανό· как с \небоа свалился· разг παρουσιάζομαι ξαφνικά, πέφτω ἀπ' τόν οὐρανό, πέφτω οὐρανο-κατέβατος· попасть пальцем в \небо разг κάνω γκάφα· отличаться как \небо от земли διαφέρουν μεταξύ τους ὀσο ἡ μέρα ἀπό τή νύχτα· находиться между \небоом и землей разг βρίσκομαι ξεκρέμαστος· превозносить до небес ἐξυμνῶ ὑπερβολικά, ἀνεβάζω στά οὐράνιαнебо IIс анат. ὁ οὐρανίσκος,· ἡ ὑπερώα. -
29 попадаться
попада||ться1. πιάνομαι, πέφτω:\попадатьсяться в лову́шку πέφτω σέ παγίδα· \попадатьсяться с поличным πιάνομαι ἐπ· αὐ-τοφόρω· \попадатьсяться на у́дочку πιάνομαι στά δίχτυα·2. (встречаться) ἀνταμώνω:он мне не \попадатьсялся δέν Ετυχε νά τόν ἀνταμώσω· не \попадатьсяйся мне больше На глаза νά μή σέ ξαναϊδοῦν τά μάτια μου. -
30 сойти
сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•
сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.
2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.3. βγαίνω, εξέρχομαι•сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.
4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•
сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•
поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•
шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.
5. λιώνω•снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•
краска сойтишла η μπογιά βγήκε•
ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).
|| (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.
|| περνώ, γίνομαι δεκτός•надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.
|| απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.εκφρ.сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.4. ταιριάζω• συμπίπτω•сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•
не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•
показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•
наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.
5. συμφωνώ•сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.
6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.
-
31 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
32 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει! -
33 валиться
валитьсянесов1. (падать) πέφτω, πίπτω, γκρεμίζομαι:\валиться с ног от усталости δέ στέκομαι στά πόδια μου (ἀπ; τήν κούραση);2. (разрушаться) σωριάζομαι χάμου, γκρεμίζομαι, καταστρέφομαι; ◊ у него все из рук валится разг а) (от неловкости) εἶναι ἀδέξιος, δέν καταφέρνει τίποτε, б) (от нежелания) δέν ἔχει δρεξη γιά τίποτε. -
34 набрести
набрести́сов βρίσκω, ἀπαντώ:\набрести на чей-л. след πέφτω πάνω στά ἰχνη κάποιου· \набрести на удачную мысль μοῦ Ερχεται μιά ἐνδιαφέρουσα Ιδέα. -
35 налегать
налегатьнесов1. (опираться) ἀκουμπώ, πέφτω, στηρίζομαι· \налегать на весла ρίχνομαι στά κουπιά, κωπηλατώ ἐντατικά·2. пере ἡ. ρίχνομαι, δουλεύω ἐντατικά:\налегать на еду́ ρίχνομαι στό φαΐ. -
36 цель
цел||ьж1. (мишень) ὁ στόχος, τό σημάδι:движущаяся \цель ὁ κινούμενος στόχος· стрельба в \цель ἡ σκοποβολή· попасть в \цель πετυχαίνω τόν στόχο· не попасть в \цель ἀστοχώ, δέν πετυχαίνω τόν στόχο·2. перен ὁ σκοπός:\цель жизни σκοπός τής ζωής· достичь своей \цельи πετυχαίνω τόν σκοπό μου· ◊ бвть в \цель προχωρώ στον σκοπό μου· бить мимо \цельи а) ἀστοχώ, б) πάω στά χαμένα (или στό βρόντο), πέφτω στό κενό (тк. перен)· иметь \цельыо... ἔχω σκοπό να...· с какой \цельью? γιά πιό σκοπό;, μέ τί σκοπό;· с \цельыо..., в \цельях... μέ σκοπό...· в \цельях улучшения γιά τήν βελτίωση, γιά τήν καλυτέρευση. -
37 slip
I 1. [slip] past tense, past participle - slipped; verb1) (to slide accidentally and lose one's balance or footing: I slipped and fell on the path.) γλιστρώ(και πέφτω)2) (to slide, or drop, out of the right position or out of control: The plate slipped out of my grasp.) γλιστρώ3) (to drop in standard: I'm sorry about my mistake - I must be slipping!) λαθεύω,χάνω4) (to move quietly especially without being noticed: She slipped out of the room.) (ξε)γλιστρώ5) (to escape from: The dog had slipped its lead and disappeared.) ξεγλιστρώ6) (to put or pass (something) with a quick, light movement: She slipped the letter back in its envelope.) χώνω στα κλεφτά/φορώ βιαστικά2. noun1) (an act of slipping: Her sprained ankle was a result of a slip on the path.) γλίστρημα,γλίστρα2) (a usually small mistake: Everyone makes the occasional slip.) μικρολάθος,παραδρομή,ολίσθημα3) (a kind of undergarment worn under a dress; a petticoat.) μεσοφόρι,κομπινεζόν4) ((also slipway) a sloping platform next to water used for building and launching ships.) ναυπηγική κλίνη•- slipper- slippery
- slipperiness
- slip road
- slipshod
- give someone the slip
- give the slip
- let slip
- slip into
- slip off
- slip on
- slip up II [slip] noun(a strip or narrow piece of paper: She wrote down his telephone number on a slip of paper.) λωρίδα χαρτί -
38 валять
ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. валянный, βρ: -лян, -а, -о1. κυλίω, κυλώ•в снегу κυλώ στο χιόνι•
валять в муке κυλώ στο αλεύρι•
валять в грязи κυλώ στη λάσπη•
валять по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω).
2. γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ.3. φτιάχνω, κάνω όπως-όπως, τσαπατσούλικα.1. κυλιέμαι, κυλίομαι.2. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι•пьяница валяется на мостовой ο μεθυσμένος είναι ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο.
|| πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. || κείτομαι άτακτα, είμαι πεταμένος•шарф -ется на полу το κασκόλ είναι πεταγμένο στο πάτωμα.
εκφρ.- на ногах – προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)•на дороге ή на улице ή на полу – κ.τ.τ. не валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα. -
39 горячий
επ., βρ: -ряч, -а, -о.1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•-ее желание διακαής πόθος.
2. μτφ. θερμός•горячий привет θερμός χαιρετισμός•
горячий защитник θερμός υποστηριχτής.
|| ζωηρός•горячий спор ζωηρή συζήτηση.
|| μεγάλος•горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.
|| οξύθυμος, θυμικός•-ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.
|| σφοδρός•-ая любовь σφοδρός έρωτας.
3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•-ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•
-ие дни μέρες φούριας.
5. καυτός•-ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.
6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.εκφρ.- ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•- ие напитки – παλ. οινοπνευματώδη ποτά•по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο. -
40 камень
-мня, πλθ. камни-ейκ. παλ. каменья, -ьев а.1. πέτρα, λιθάρι., λίθος•вымостить улицу -ем λιθοστρώνω οδό•
побиение -ями λιθοβολισμός.
|| πετράδι•драгоценный камень πολύτιμος λίθος.
2. ταφόπετρα•под сим -ем лежит тело такого-то κάτω απʹ αυτή την πέτρα είναι το σώμα του τάδε.
3. μτφ. βάρος, μεγάλη θλίψη•камень на сердце у меня лежит πέτρα μου πλακώνει την καρδιά (βαρυαλγώ)•
камень свалился с груди ή спал с сердца μού φύγε ένα βάρος από μέσα (απαλλάχτηκα από βαριά θλίψη).
4. πλθ. -и (ιατρ.) πέτρα (στα νεφρά, ουροδόχο κύστη κλπ.).εκφρ.держать - за пазухой – κρύβω πέτρα στον κόρφο (είμαι έτοιμος να βλάψω κρυφά)забросать ή закидать -ими α) πετροβολώ, λιθοβολώ, β) κατακρίνω δριμύτατα, εξαπολύω μύδρους•- ня на -не не оставить – α) δεν αφήνω πέτρα πάνω στην πέτρα (καταστρέφω ολοσχερώς), β) καταρρίπτω όλα τα επιχειρήματα• κριτικάρω αλύπητα•-ем падать, упасть – κ.τ.τ. πέφτω σαν πέτρα (βαριά)•точильный камень – ακονόπετρα, ακονόλιθος•философский камень – φιλοσοφική λίθος.
См. также в других словарях:
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
πέφτω — έπεσα, πεσμένος 1. ρίχνομαι κάτω, γκρεμίζομαι: Έπεσε από το γεφύρι και πνίγηκε στο ποτάμι. 2. καταντώ: Έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. 3. αποσπώμαι, βγαίνω από τη θέση, καταρρέω: Έπεσαν τα μαλλιά της κι έγινε σαν μαδημένη κότα. – Έπεσαν πολλά σπίτια από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… … Dictionary of Greek
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… … Dictionary of Greek
γονατίζω — (AM γονατίζω) [γόνυ] 1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα, στηρίζω το βάρος τού σώματος μου στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας, υποταγής 2. αναγκάζω ή κάνω κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν υἱόν του») νεοελλ. 1. πέφτω στα γόνατα από… … Dictionary of Greek
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek