-
1 ἐπι-κυλινδέω
ἐπι-κυλινδέω, darauf, darüber wälzen, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπεκυλίνδουν πέτρους Xen. Hell. 3, 5, 20; ἐπάλληλα τὰ ὄρη Luc. Char. 5, a. Sp. – Intr., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, wenn die Wogen sich heranwälzen, Luc. Philopatr. 3.
См. также в других словарях:
επικυλινδώ — ἐπικυλινδῶ, έω (Α) [κυλινδώ] 1. κυλώ κάτι πάνω σε κάποιον («επί τοὺς λοιπούς ἐπεκυλίνδουν πέτρους», Ξεν.) 2. παθ. ἐπικυλινδοῡμαι, έομαι (για τόκους) συσσωρεύομαι 3. παθ. α) εφαρμάζομαι κάπου με περιστροφή, με περιτύλιγμα β) εκφυλίζομαι γ)… … Dictionary of Greek