Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πέραν+εἰς+τὴν+ἀσίαν+διαβῆναι

  • 1 πέραν

    πέρᾱν, [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] πέρην, Adv.
    A on the other side, across, in early Poets always c. gen., esp. of water,

    νήσων αἳ ναίουσι π. ἁλός Il.2.626

    ;

    πέρνασχ' ὅν τιν' ἕλεσκε π. ἁλός 24.752

    (never in Od.);

    π. κλυτοῦ Ὠκεανοῖο Hes.Th. 215

    ; π. Χάεος ζοφεροῖο ib. 814;

    π. πόντοιο Pi.N.5.21

    ;

    τὰ π. τοῦ Ἴστρου Hdt.5.9

    ;

    πόντου π. τραφεῖσαν A.Ag. 1200

    ;

    πολιοῦ π. πόντου S.Ant. 334

    (lyr.); π. τοῦ Ἑλλησπόντου, τοῦ ποταμοῦ, Th.2.67, X. An.4.3.3; π. Ἕβρον is corrupt in E.HF 386 (leg. Ἕβρου).
    2 abs., on the other side, esp. of water,

    προσορμίζεσθαι.. π. ἐν τῇ Ῥηναίῃ Hdt. 6.97

    ;

    π. εἶναι X.An.2.4.20

    , 3.5.12, etc.; π. γενέσθαι ib.6.5.22.
    3 with Verbs of motion, folld. by εἰς, over or across to..,

    π. ἐς τὴν Ἀχαιίην διέπεμψαν Hdt.8.36

    ;

    π. εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι X.An.7.2.2

    ;

    διαπλεύσαντες π. τῆς Ἀκαρνανίας ἐς Οἰνιάδας Th.1.111

    ; also without εἰς, ἐκ Θάσου διαβαλόντες π. having crossed over (sc. ἐς τὴν ἤπειρον), Hdt.6.44.
    4 freq. c. Art.,

    διαβιβάζεσθαι εἰς τὸ π. τοῦ ποταμοῦ X.An. 3.5.2

    ; διέβη εἰς τὸ π. Id.HG1.3.17; ἐν τῷ π. Id.An.4.3.11; τὰ π. things done on the opposite side, ib.4.3.24; τὰ π. πράγματα, opp. τὰ ἐπὶ τάδε, Plb.3.97.5; οἱ π. those on the other side, Plu.Mar.23; ἡ ὄχθη ἡ π. Arr.An.5.10.2.
    II over against, opposite, c. gen.,

    π. ἱερῆς Εὐβοίης Il.2.535

    : freq. in Paus., 2.22.2, 5.15.8,al.
    III less freq. = πέρα (A), beyond, c. gen.,

    π. Νείλοιο παγᾶν Pi.I.6(5).23

    ;

    π. γε πόντου καὶ τόπων Ἀτλαντικῶν E.Hipp. 1053

    , cf. Alc. 585 (lyr.), Supp. 676.
    IV right through,

    καῦσις [ἔστω] μὴ πέρην Hp.Mochl.37

    ; ἐς τὸ π. Id.Art. 11.—π. c. gen. usu. precedes its case, but follows it in A.l.c., Paus. 5.15.8. (Cf. πέρα (B).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέραν

См. также в других словарях:

  • πέραν — ΝΑ (επικ. και ιων. τ. πέρην) επίρρ. (ως τοπ.) 1. στο απέναντι ή στο αντίθετο μέρος, στην απέναντι πλευρά, αντίπερα κάποιου («πέραν τοῡ Ἑλλησπόντου», Θουκ.) 2. πιο πέρα από κάτι, επέκεινα («ἐπήλθε πέραν τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κήπος»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»