-
1 ιδιωτης
I1) отдельный человек, отдельное лицоφιλία ἰδιώταις καὴ κοινωνία πόλεσιν Thuc. — дружба между отдельными людьми и общение между государствами
2) частный человек, не должностное лицо(οὔτ΄ ἰ. οὔτε ἄρχων Lys.)
ἔτι ἰδιώτῃ ἐόντι Δαρείῳ Her. — когда Дарий был еще частным лицом3) простой солдат, рядовой боец(οὔτε στρατηγὸς οὔτε ἰ. Xen.; ἡγεμόνες ἄνευ ἰδιωτῶν Arst.)
4) простой человек, простолюдин(οἱ ἰδιῶται καὴ πένητες Plut.; ἄνθρωποι ἀγράμματοι καὴ ἰδιῶται NT.)
5) несведущий человек, не имеющий профессионального образованияοἱ δημιουργοὴ καὴ ἰδιῶται Plat. — мастера и люди без специальности;
οἱ ἰατρικῆς ἰδιῶται Plat. — несведущие в медицине, не врачи;ἰ. τῷ λόγῳ NT. — неискушенный в красноречии6) необученный солдатἰδιῶται, ὡς εἰπεῖν χειροτέχναι Thuc. — неопытные бойцы, чуть ли не чернорабочие
7) новичок, неопытный человек(ἰ. ἔργου Xen.)
ἰ. κατὰ τοὺς πόνους Xen. — не приученный к трудам8) прозаик9) здешний человек, земляк(οἱ ξένοι καὴ οἱ ἰδιῶται Arph.)
II1) частный, стоящий в стороне от общественных дел, непричастный к политической жизни(ἀνήρ Her.)
2) личный, особый, частный, домашний(θεοί Arph.; βίος Plat., Plut.)
3) несведущий, непросвещенный, неученый(ὄχλος Plut.)
-
2 κατατοκιζω
разорять ростовщическими процентами
См. также в других словарях:
πένητες — πένης one who works for his living masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Роман I Лакапин — или Лекапен византийский император (с 19 декабря 919 г. по 944 г.), армянского происхождения. Во время малолетства императора Константина VII (или VIII) сменилось несколько регентств, принесших империи только несчастия. Честолюбивый Р.,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Роман I Лакапин — В Википедии есть статьи о других людях с именем Роман (значения). Роман I Лакапин Ρωμανός Α΄ Λακαπήνος … Википедия
Роман I — Лакапин Ρωμανός Α΄ Λακαπήνος Монета Романа I Лакапина … Википедия
NUNDINAE — Feriae erant apud Romanos publicae, paganorum, i. e. rusticorum, quibus conveniebant, engotiis propriis vel mercibus provisuri, Macrob. Saturnal. l. 1. c. 16. Unde Sextus Pom. Nundmas, inquit, seriarum diem esse voluerunt antiqui, ut rustici… … Hofmann J. Lexicon universale
αεχήνες — ἀεχῆνες, οι (Α) κατά τον Ησύχιο, «πένητες» … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
λυτρώνω — (AM λυτρῶ, όω) [λύτρα] 1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τόν λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.) μσν. εξαγοράζω αρχ. 1. (κατά… … Dictionary of Greek
πένης — και πένητας, ο / πένης, ητος, ΝΜΑ αυτός που τα εισοδήματά του μόλις και μετά βίας επαρκούν για τη διατροφή του, φτωχός αρχ. 1. (με γεν.) αυτός που στερείται κάτι, ενδεής («χρημάτων πένητες», Ευρ.) 2. ως επίθ. φτωχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένομαι (πρβλ … Dictionary of Greek
παράβολο — (Νομ.). Χρηματικό ποσό που προκαταβάλλεται στο Δημόσιο Ταμείο, είτε για την άσκηση ένδικου μέσου (έφεσης, αναίρεσης, αίτησης ακύρωσης κλπ.) είτε για την άσκηση ορισμένου δικαιώματος (υποβολή υποψηφιότητας βουλευτών κλπ.). Κατά τον Κώδικα… … Dictionary of Greek