-
1 πελομαι
-
2 αμφιπελομαι
-
3 επιπελομαι
(преимущ. part. aor. sync. ἐπιπλόμενος) приходить, надвигаться, наступатьὄγδοον ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθεν Hom. — настал восьмой год; -
4 πελω
и med. πέλομαι (impf. ἔπελον - эп. πέλον, aor. 2 ἔπλον; ион. inf. πελέναι; med.: 2 л. sing. impf. iter. πελέσκεο, aor. 2 ἐπλόμην - 2 л. sing. ἔπλεο и ἔπλευ, imper. praes. πέλου - ион. πέλευ)1) двигаться, устремляться(γῆρας καὴ θάνατος ἐπ΄ ἀνθρώποισι πέλονται Hom.)
κλαγγέ πέλει οὐρανόθι πρό Hom. — крик (журавлей) восходит к небу;τῷ δεκάτη πέλεν ἠὼς οἰχομένῳ Hom. — десятая заря восходила над уехавшим (Идоменеем), т.е. был десятый день его путешествия;σέο δ΄ ἐκ τάδε πάντα πέλονται Hom. — все это исходит от тебя;τοῦ (δίφρου) ἐξ ἀργύρεος ῥυμὸς πέλεν Hom. — на колеснице было (досл. от колесницы шло) серебряное дышло2) оказываться, находиться, бытьὀϊζυρὸς περὴ πάντων ἔπλεο Hom. — ты оказался злополучнее всех;
ὅσσα δίσκου οὖρα πέλονται Hom. — на расстояние брошенного диска;νῦν δ΄ ἔπλετο ἔργον ἅπασιν Hom. — ныне всем есть дело;οὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει Soph. — нет ничего могущественнее человека;τῷ δ΄ ἀνδρὴ σύμμαχος πέλω Soph. — я его союзник;ἐμεῖο λελασμένος ἐπλευ ; Hom. — неужели ты меня забыл? -
5 περιπελομαι
(эп. part. aor. 2 περιπλόμενος)1) окружать, осаждать(ἄστυ Hom.)
μίτρα μαστοῖς περιπλομένη Anth. — обхватывающая грудь митра2) ( о времени) завершаться, истекатьπεριπλομένου ἐνιαυτοῦ Hom. — по истечении года;
πέντε περιπλομένους ἐνιαυτούς Hom. — в течение пяти полных лет -
6 πολος
ὅ ( редко ἥ, см. 7) [πέλομαι]1) осьὁ διὰ παντὸς π. τεταμένος Plat. — проходящая через вселенную ось
2) оконечность оси, полюсπ. ἀρκτικός (ἀνταρκτικός) Arst. — северный (южный) полюс
3) небесный свод, небо(ἄστρων π. Eur.)
οὐράνιον πόλον νώτοις ὁποστενάζει Aesch. — (Атлант) со стонами держит на (своей) спине небесный свод4) круговой путь, оборот (sc. τοῦ χρόνου Plat.)5) распаханное поле Xen.6) рессора колесной оси Diod.7)(Luc. ἥ) солнечные часы ( сферические) (π. καὴ γνώμων Her.)
См. также в других словарях:
πέλομαι — πέλω come into existence pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek
αιπόλος — αἰπόλος, ο (Α) 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος κάπηλος» η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί πολος (= ἀεί πολος) που θα… … Dictionary of Greek
οιοπόλος — (I) οἰοπόλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για τόπο) ερημικός, απομονωμένος 2. (για πρόσ.) μοναχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ακρο πόλος]. (II) οἰοπόλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ερμού) αυτός που … Dictionary of Greek
τέλομαι — και κυπριακός τ. γ εν. τένται Α (ενεστ. με σημ. μέλλ.) θα είμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστωτικός τ. με σημ. μέλλοντα, που χρησιμοποιήθηκε ως μέλλοντας τού εἰμί στην κρητική διάλεκτο (πρβλ. εἶμι, νέομαι «θα επανέλθω»). Ο τ. τέλομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα… … Dictionary of Greek
Κυμοπόλεια — Κυμοπόλεια, ἡ (Α) θυγατέρα τού Ποσειδώνος, σύζυγος τού Βριάρεω, αυτή που περπατά πάνω στα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + πόλεια (< πόλος < πέλομαι)] … Dictionary of Greek
Ταυροπόλος — Έτσι αποκαλούσαν τη θεά Άρτεμη, είτε επειδή λατρευόταν στην Ταυρική χερσόνησο ή επειδή κυνηγούσε ταύρους. Σε νομίσματα της Ικαρίας και της Αμφίπολης, η θεά εικονιζόταν καθισμένη επάνω σε ταύρους ή σε άρμα που το έσερναν βόδια. Η θεά ονομαζόταν… … Dictionary of Greek
αμφίπολος — ἀμφίπολος, ον (Α) 1. ο κινούμενος γύρω από κάποιον, ο απασχολημένος με κάτι, πολυάσχολος 2. πολυσύχναστος (τύμβος) 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφίπολος, ήδη στη Μυκηναϊκή α) υπηρέτρια, θαλαμηπόλος β) ιέρεια 4. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ὁ… … Dictionary of Greek
αμφιπέλομαι — ἀμφιπέλομαι (Α) (για μουσική) περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πέλομαι «κινούμαι, είμαι, γίνομαι»] … Dictionary of Greek
αστυπόλος — ἀστυπόλος, ο (Α) [πέλομαι] ο αστός, ο πολίτης … Dictionary of Greek
βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον … Dictionary of Greek