-
1 πεδοι
-
2 σκηπτω
1) упирать, опирать, med.-pass. опиратьсяἐδύσετο σκηπτόμενος Hom. — он вошел, опираясь (на посох);
σκηπτόμενος (τῷ ἄκοντι) Hom. — опершись на копье2) преимущ. med.-pass., перен. опираться, ссылаться, указыватьτέν βίαν σκήψασ΄ ἔχεις (= σκήπτεις) Eur. — принуждение для тебя (лишь) предлог;
σκήπτεσθαι μάρτυρί τινι Dem. — ссылаться на кого-л. как на свидетеля;οὐ σκήψομαι τὸ μέ εἰδέναι Her. — я не стану отговариваться незнанием;τὸ σκηπτόμενος Her. — под этим предлогом;σκήπτεσθαί τι πρός τινα Thuc. — приводить кому-л. что-л. в свое оправдание;ὅ σκηπτόμενος ὑπὲρ τοῦ ποιήσαντος Plat. — заступающийся за виновного;(ἥ φυλή), ἧς τινος εἶναι σκήπτοιτο Lys. — фила, к которой он, по его словам, принадлежит3) тж. med. бросать, метать, пускать(βέλος Aesch.)
; насылать(ἀλάστορα εἴς τινα Eur.)
σκήψασθαι κότον τινί Aesch. — обрушить свой гнев на кого-л.4) обрушиваться, падатьπέδοι σκήψασα Aesch. — рухнув на землю;
σκήψας ἐλαύνει λοιμὸς πόλιν Soph. — обрушившись, мор мучает город (Фивы);ἔσκηψεν φάος Aesch. — хлынул свет
См. также в других словарях:
πέδοι — on the ground indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέδοι — Α (τοπ. επίρρ.) πάνω στο έδαφος, καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την παλιά τοπική πτώση τού ουσ. πέδον (πρβλ. οίκοι)] … Dictionary of Greek
πεδοῖ — πεδάω bind with fetters pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» … Dictionary of Greek
οίκοι — (Α οἴκοι) επίρρ. 1. στο σπίτι, κατ οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν οἴκοι ἔνεστι γόος», Ομ. Ιλ. β. «τού επιβλήθηκε οίκοι περιορισμός») 2. στην πατρίδα αρχ. 1. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα 2. (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) ὁ, ἡ, τὸ οἴκοι ο… … Dictionary of Greek
όμαιμος — η, ο (Α ὅμαιμος, ον και ποιητ. τ. ὁμαίμιος, ον) ο εξ αίματος συγγενής με κάποιον («τὸ μητρὸς αἷμ, ὅμαιμον ἐκχέας πέδοι», Αισχύλ.) αρχ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ ὅμαιμος αδελφός, αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + αιμος (< αἷμα), πρβλ.… … Dictionary of Greek