Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
πάτραν/el
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
πάτραν — πάτρᾱν , φράτρα brotherhood fem acc sg (attic doric aeolic) πάτρᾱν , πάτρα fatherland fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) πάτρᾱν , πάτρη fatherland fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AEGONIA vel AEGONEA — AEGONIA, vel AEGONEA urbs Miliensium. Steph. Lege Meliensium, Lycophron in Cassandra Ων οἱ μεν Αἰγώνειαν ἄθλιοι πάτραν. Rhianus Αἰγώνην cam vocat. l. 16 … Hofmann J. Lexicon universale
CALYPTRA — genus mitrae, Isidor. in Glossis: genus vestimenti, quô caput feminae operiebant, Festus l. 3. Etiam Hesychii glossae, καλύπτρυν interpretantur κεφαλῆς κάλυμμα, capitis operimentum. Aliter Flameum dicta est, rubri coloris: unde Interpres vetus… … Hofmann J. Lexicon universale
PERICHORI Agones — Graece Περίχωροι, dicti sunt Graecis, qui nec sacri erant, nec periodici. Scholiastes Pindari ad Isthmionicas Ode 11. Οὐ γὰρ ἱερὸν ἀγῶνα νενίκηκεν ὁ Α᾿ριςταγόρας, ἀλλὰ περιχώρους, Non enim sacro in Agone victoriam reportavit Aristagoras, sed in… … Hofmann J. Lexicon universale
αιθαλώ — αἰθαλῶ ( όω) (Α) 1. ρυπαίνω, γεμίζω με καπνό ή καπνιά «μὴ σ’ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους» (Ευρ. Ηλ. 1140) 2. παθ. κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη «κλαίων δὲ πάτραν τὴν πρὶν ᾐθαλωμένην» (Λυκόφρων 141). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη. ΠΑΡ. αἰθαλωτός] … Dictionary of Greek
φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… … Dictionary of Greek