Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πάρεργον

  • 1 παρεργον

        τό постороннее дело, нечто второстепенное (побочное), добавление
        

    πάρεργ΄ ὁδοῦ Eur. — в качестве побочной цели путешествия, т.е. мимоходом;

        π. δοῦναί τι τῆς τύχης Eur.добавить что-л. иное к (злополучной) судьбе, т.е. помочь кому-л. в горе;
        πάρεργα κακῶν Eur. — вещи, не имеющие отношения к несчастьям, т.е. неспособные помочь горю;
        π. ποιεῖσθαί τι Isocr., ἐν παρέργῳ ποιεῖσθαί τι Soph. или θέσθαί τι Polyb.отодвигать что-л. на второй план или считать побочным что-л.;
        ἐκ παρέργου (μέρει) Plat. и κατὰ π. Luc. — мимоходом, между прочим

    Древнегреческо-русский словарь > παρεργον

См. также в других словарях:

  • πάρεργον — beside the main subject neut nom/voc/acc sg πάρεργος beside the main subject masc/fem acc sg πάρεργος beside the main subject neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέργον — παρά ἔργνυμι pres part act masc voc sg (epic) παρά ἔργνυμι pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέργοις — πάρεργον beside the main subject neut dat pl πάρεργος beside the main subject masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέργου — πάρεργον beside the main subject neut gen sg πάρεργος beside the main subject masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέργων — πάρεργον beside the main subject neut gen pl πάρεργος beside the main subject masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέργως — πάρεργον beside the main subject indeclform (adverb) πάρεργος beside the main subject adverbial πάρεργος beside the main subject masc/fem acc pl (doric) παρέργως indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέργῳ — πάρεργον beside the main subject neut dat sg πάρεργος beside the main subject masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρεργα — πάρεργον beside the main subject neut nom/voc/acc pl πάρεργος beside the main subject neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • πάρεργος — η, ο / πάρεργος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γίνεται εκτός από το κύριο έργο και δεν είναι τόσο σημαντικός όσο αυτό, επουσιώδης, δευτερεύων, παραπανήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το πάρεργο επουσιώδης ασχολία, δευτερεύουσα απασχόληση (α. «τό έχω ως πάρεργο» β …   Dictionary of Greek

  • Parergon — Als Parerga (Plural von altgriech. πάρεργον parergon Beiwerk, Nebenwerk ) werden Anhänge, Beiwerke und Sammlungen kleinerer Schriften bezeichnet. Oftmals stellen diese ebenfalls Ergänzungen zu anderen Werken dar. Der Begriff ist dadurch… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»