-
1 κυρος
- εος τό1) власть, право, силаτούτων τῶν πραγμάτων τὸ κ. ἔχειν Her. — иметь право решать эти дела;
ἅπαν τὸ κ. ἔχειν Thuc. — обладать всей полнотой власти2) обеспечение, залогἡ νῦν πολλῶν ὑπάρξει κ. ἡμέρα καλῶν Soph. — нынешний день станет залогом многих благ;
πάντως γὰρ ἔχει τάδε κ. Soph. — ибо это целиком (пред)определено
См. также в других словарях:
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek