-
1 παντᾷ
1 everywhereπρόφαντον σοφίᾳ καθ' Ἕλλανας ἐόντα παντᾷ O. 1.116
παντᾷ ἀγγελίαν πέμψω ταύταν O. 9.24
ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις P. 1.96
Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.23
ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.171
παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.38
ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1
-
2 παντα
-
3 παντα...
παντᾷ...παντᾶ, παντᾷadv. дор. = πάντη -
4 πάντα
-
5 παντά
πάντῃevery way: doric (indeclform adverb)——————πάντῃevery way: doric (indeclform adverb) -
6 πάντα
πᾶςpapa: masc acc sgπᾶςpapa: neut nom /voc /acc pl——————πάντᾱͅ, πάντῃevery way: doric (indeclform adverb) -
7 παντᾶ
-
8 παντᾶ
Βλ. λ. παντά -
9 παντᾷ
Βλ. λ. παντά -
10 πάντᾳ
Βλ. λ. πάντα -
11 Πάντα
ВсёπάνταΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Πάντα
-
12 πάντα
всёвсе всякого всего всему всякое [во] всём всём весь всю всех всякую всеми [на] все всякому [во] всё [на] всё всякий ΠάνταΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πάντα
-
13 παντᾷ
-
14 πάντα
[панда] επίρ всегда. -
15 πάντα
toujours -
16 πάντα
1) ciągle przysł.2) wciąż przysł.3) zawsze przysł. -
17 πάντα
1) pořád2) stále3) vždy -
18 πάντα
alwaysΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πάντα
См. также в других словарях:
πάντᾳ — πάντᾱͅ , πάντῃ every way doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… … Dictionary of Greek
πάντα — (επίρρ. χρον.), πάντοτε: Όσος είσαι πάντα φαίνου και κομμάτι παρακάτω (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάντα — [панда] επίρ. всегда … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
παντᾶ — πάντῃ every way doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντᾷ — πάντῃ every way doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντα — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. — πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. См. Счастью не вовсе верь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάντα ρεί — (panta rei) (греч.) всё течёт. Выражение, приписываемое Гераклиту. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Πάντα ῥεῖ. — См. Ничто не вечно под луною … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάντα τὸν βοῦν ἔφαγε κεἰς τὴν οὐρὰν ἀπεκάμεν. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)