Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πάνια

  • 41 выдраить

    -раю, -раишь
    ρ.σ.μ. (ναυτ.)
    1. τεντώνω•

    выдраить паруса τεντώνω τα πανιά.

    2. καθαρίζω καλά•

    выдраить палубу καθαρίζω καλά το κατάστρωμα.

    Большой русско-греческий словарь > выдраить

  • 42 выдрать

    -деру, -дерешь ρ.σ.μ.
    1. εντείνω, τεντώνω γερά, καργάρω,τεζάρω•

    выдрать канат, паруса τεντώνω γερά τα παλαμάρια, τα πανιά.

    2. καθαρίζω καλά, παστρεύω.
    -деру, -дерешь
    ρ.σ.μ.
    μαστιγώνω, μαστίζω, φραγγελώνω, βουρδουλίζω. || τραβώ•

    выдрать за ухо τραβώ το αυτί (ως τιμωρία).

    Большой русско-греческий словарь > выдрать

  • 43 дрейф

    α.
    έκκλιση, παρέκλιση σκάφους. || κίνηση (πάγων, πλοίων κλπ.) κατά τη φορά του ανέμου.
    εκφρ.
    лечь в дрейф – (για σκάφος) ακινητώ• διαθέτω τα πανιά έτσι, ώστε το σκάφος να μένει ακίνητο•
    сняться с -а – (για σκάφος) ξεκινώ.

    Большой русско-греческий словарь > дрейф

  • 44 крепить

    -плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. креплённый, βρ: -лён, -лена, -лено
    ρ.δ. μ.
    1. στερεώνω, στεργιώνω• συνδέω γερά• δένω στέρεα.
    2. (ναυτ.) μαζεύω τα πανιά.
    3. ενισχύω, δυναμώνω•

    крепить оборону своего отечества ενισχύω την άμυνα της πατρίδας μου.

    || παλ. ζωηρεύω, ζωντανεύω, δίνω ζωντάνια.
    4. προξενώ, προκαλώ δυσκοιλιότητα.
    συγκρατιέμαι. || κάνω κουράγιο στον εαυτό μου. || στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (2,3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > крепить

  • 45 надуть

    -ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надутый, βρ: -ут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. φουσκώνω•

    надуть футбольный мяч φουσκώνω την ποδόσφαιρα•

    ветер -ул паруса ο αέρας φούσκωσε τα πανιά.

    2. φυσώ, παρασέρνω• επιφέρω•

    ветер -ул пыли в окна ο αέρας γέμισε τα παράθυρα σκόνη.

    3. απρόσ. κρυολογώ, με φυσά ρεύμα, αέρας•

    -ло в ухо κρυολόγησε το αυτί.

    4. απατώ, ξεγελώ.
    εκφρ.
    надуть губы – κατσουφιάζω, κρεμώ, κατεβάζω τα μούτρα•
    надуть щки – φουσκώνω τα μάγουλα. надуть в уши кому ψιθυρίζω στ αυτί κάποιου.
    φουσκώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3, 4 σημ.). || (για ποτάμια) φουσκώνω, γεμίζω νερό•

    река -лась το ποτάμι φούσκωσε.

    || κατσουφιάζω, σκυθρωπάζω. || πίνω πολύ•

    надуть водой φουσκώνω νερό.

    Большой русско-греческий словарь > надуть

  • 46 напрячь

    -ягу, -яжшь, -ягут, παρλθ. χρ. напряг, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. напрягший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. напряженный, βρ: -жн, -жена, -жено, επιρ. μτχ. -яши ρ.σ.μ.
    1. εντείνω, τεντώνω•

    напрячь мускул τεντώνω τους μυώνες•

    ветер -яг паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.

    2. μτφ. ενδυναμώνω•

    напрячь слух τεντώνω το αυτί, εντείνω την ακοή•

    напрячь голос δυναμώνω τη φωνή•

    напрячь внимание εντείνω την προσοχή.

    1. εντείνομαι, τεντώνομαι.
    2. μτφ. βάζω, καταβάλλω όλες τις δυνάμεις.
    3. μτφ. δυναμώνω.
    4. βγαίνω από τα φυσικά όρια προσποιούμαι•

    лицо -глось το πρόσωπο πήρε προσποιητή όψη.

    Большой русско-греческий словарь > напрячь

  • 47 опустить

    опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•

    опустить опять ξανακατεβάζω.

    || χαμηλώνω•

    голову κατεβάζω το κεφάλι•

    опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.

    || χαλαρώνω•

    подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.

    || αποθέτω, απιθώνω.
    2. ρίχνω•

    опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.

    || βάζω, χώνω•

    опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.

    || βυθίζω•

    опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.

    3. κλείνω κατεβάζοντας•

    опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•

    опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.

    4. παραλείπω•

    излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.

    || αφήνω να ξεφύγει•

    опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.

    εκφρ.
    опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.
    1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•

    голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.

    || κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•

    на колени γονατίζω•

    опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•

    ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•

    сумерки -лись σουρούπωσε•

    туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.

    2. κλείνομαι•

    занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).

    3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.
    4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).
    εκφρ.
    опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > опустить

  • 48 плыть

    плыву, плывшь, παρλθ. χρ. плыл
    -ла, плыло
    ρ.δ.
    1. κολυμπώ• πλέω•

    плыть кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά•

    плыть на спине κολυμπώ ανάσκελα.

    || επιπλέω. || ταξιδεύω με πλωτό μέσο•

    плыть по течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.-под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω,ιστιοπλοώ•. плыть быстро ταχυπλοώ•

    плыть медленно βρα-δυπλοώ, βραδυπλέω•

    плыть на вслах πλέω με κουπιά•

    плыть в лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο-μώ•

    плыть на всех парусах πλέω πλησίστιος•

    плыть в открытом море πλέω στα αμοιχτά.

    2. μτφ. πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετεωρίζομαι (για πτηνά). || κινούμαι, περνώ, διαβαίνω.
    3. λιώνω, τήκομαι•

    сургуч плывт το βουλοκέρι λιώνει.

    εκφρ.
    плыть в руки – κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής•
    плыть по течению – προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, καιροσκοπώ•
    плыть против течения – πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)•
    плыть сквозь пальцы – ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)• всё шшвт передо мной όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)• ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > плыть

  • 49 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

  • 50 раздутый

    επ. από μτχ.
    1. φουσκωμένος•

    -ое лицо φουσκωμένο πρόσωπο•

    раздутый живот φουσκωμένη κοιλιά•

    -ые паруса φουσκωμένα πανιά.

    2. μτφ. υπερβολικός, μεγαλοποιημένος, υπεραυξημένος, παραφουσκωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > раздутый

  • 51 раздуть

    -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздутый, βρ: -дут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. φυσώ, παρασύρω φυσώντας•

    раздуть пепель φυσώ τη στάχτη.

    || σκορπώ, διώχνω•

    ветер -ул тучи ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.

    2. φυσώ για να ανάψει•

    раздуть огонь φυσώ τη φωτιά.

    3. φουσκώνω• γεμίζω με αέρα•

    раздуть пузырь κάνω φούσκα•

    ветер -ул паруса ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά.

    4. (απρόσ.) πρήζομαι•

    живот -ло η κοιλιά φούσκωσε.

    5. μτφ. εξογκώνω, μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, υπεραυξαίνω, παραφουσκώνω• τα παραλέγω.
    1. φουσκώνω, -ομαι, γεμίζομαι με αέρα.
    2. μτφ. εξογκώνομαι, πρήζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > раздуть

  • 52 распустить

    ρ.σ.μ.
    1. απολύω, αφήνω ελεύθερους (να φύγουν). || διαλύω•

    распустить комиссию δια-λΰω επιτροπή.

    2. ζεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε) λασκάρω, μποσκάρω. || ανοίγω, ξετυλίγω, ξεδιπλώνω•

    распустить паруса ανοίγω τα πανιά.

    || ξεπλέκω• ξηλώνω•

    распустить косы ξεπλέκω τις κοτσίδες•

    распустить чулок ξηλώνω την κάλτσα.

    3. χαλαρώνω (την πειθαρχία, επίβλεψη)• καλομαθαινω• χαλνώ.
    4. διαδίδω (φήμες, κουτσομπολιά κ.τ.τ.).
    5. διαλύω•

    распустить синьку в воде διαλύω λουλάκι στο νερό.

    εκφρ.
    распустить горло (глотку)• – (απλ.) κραυγάζω δυνατά, γκαρίζω•
    распустить язык – γλωσσοκοπανώ, αδολεσχώ• κόβει και ράβει η γλώσσα.
    1. ανοίγω (για μπουμπούκια)• ανθίζω•

    роза -лась το τριαντάφυλλο άνοιξε.

    || (για δέντρα) καλύπτομαι με φύλλωμα.
    2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνομαι, ξελασκάρω. || ξεπλέκομαι• ξηλώνομαι. || ξετυλίγομαι.
    3. ξεπέφτω, αδυνατίζω, εξασθενώ. || μτφ. παρακμάζω.
    4. γίνομαι ανυπάκουος• απειθαρχώ,
    5. (για οδό) λασπώνω.
    6. διαλύομαι•

    соль -лась в воде το αλάτι διαλύθηκε (έλιωσε) στο νερό.

    Большой русско-греческий словарь > распустить

  • 53 руль

    α.
    πηδάλιο, τιμόνι• οίακας, το διάκι•

    руль велосипеда τιμόνι του ποδηλάτου•

    -трактора τιμόνι του τραχτέρ•

    руль высоты πηδάλιο ύψους (στο αεροπλάνο)•

    руль глубины πηδάλιο βάθους.

    εκφρ.
    без -я и без ветрил – χωρίς τιμόνι και χωρίς πανιά (έρμαιο, χωρίς ξεκαθαρισμένο σκοπό και κατεύθυνση).

    Большой русско-греческий словарь > руль

  • 54 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 55 убрать

    уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран
    κ. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).

    || βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•

    убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•

    -подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.

    2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).
    διώχνω, εκδιώκω•

    -ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.

    || παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.
    3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•

    убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.

    4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•

    убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).

    5. τοποθετώ, βάζω•

    убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.

    || μαζεώ, περιστέλλω•

    убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.

    || συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.

    6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•

    за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.

    7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•

    убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•

    убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.

    || παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.
    1. φεύγω, αναχωρώ•

    он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.

    2. τελειώνω•

    вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.

    3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.
    4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.
    5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•

    все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).

    Большой русско-греческий словарь > убрать

  • 56 шлюп

    α. παλ.
    τριίστιο (τρικάταρτο) πλοίο. || πλοίο μονοκάταρτο με δυο πανιά. || περιπολικά στόλου.

    Большой русско-греческий словарь > шлюп

  • 57 штормовой

    επ.
    σφοδρός, θυελλώδης•

    штормовой ветер θυελλώδης άνεμος.

    || τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένος•

    -ое море φουρτουνιασμένη θάλασσα.

    || κατά της τρικυμίας•

    -ые паруса πανιά, κατά της τρικυμίας•

    штормовой якорь άγκυρα κατά της τρικυμίας.

    Большой русско-греческий словарь > штормовой

  • 58 яхтный

    επ.
    του κότερου•

    -ые паруса τα πανιά του κότερου.

    Большой русско-греческий словарь > яхтный

  • 59 πανίον

    πᾱνίον, τό, [dialect] Dor. for πηνίον. [full] πάνιον, τό,
    A = πλήσμιον, v. πάνια.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανίον

  • 60 πηνίον

    πην-ίον, [dialect] Dor. [full] πᾱνίον,
    A to/, [var] Dim. (in form) of πῆνος or πήνη, bobbin, spool (

    ἄτρακτος, εἰς ὃν εἰλεῖται ἡ κρόκη Hsch.

    ),

    π. ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον Il.23.762

    : pl.,

    τὰ τροχαῖα πανία AP6.288

    (Leon.), cf. Thphr.HP6.4.5, AP6.285 (Nicarch.(?)); prob. in POxy.1740.6 (iii/iv A. D.).
    2 quill, IG22.1522.22.
    II a kind of pupa, perh. of currant-moth, Abraxas grossulariata, Ar.Fr. 377, Arist.HA 551b6.
    III ornament put on cakes, Poll.6.79, Hsch.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηνίον

См. также в других словарях:

  • πανία — πανίᾱ , πανία fem nom/voc/acc dual πανίᾱ , πανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πᾱνία , πηνίον to/ neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανία — Πανίᾱ , Πάνιος fem nom/voc/acc dual Πανίᾱ , Πάνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνια — Το αρχαιότατο όνομα της Αρκαδίας της Πελοποννήσου. Το όνομα αυτό προέρχεται από εκείνο του θεού Πάνα. Π. λεγόταν και επίνειο της Κιλικίας στο Aλήιο πεδίο. Η θέση του δεν εξακριβώθηκε γιατί έχουν γίνει προσχώσεις στον θαλάσσιο χώρο. * * * τὰ, σπαν …   Dictionary of Greek

  • πανία — Το αρχαιότατο όνομα της Αρκαδίας της Πελοποννήσου. Το όνομα αυτό προέρχεται από εκείνο του θεού Πάνα. Π. λεγόταν και επίνειο της Κιλικίας στο Aλήιο πεδίο. Η θέση του δεν εξακριβώθηκε γιατί έχουν γίνει προσχώσεις στον θαλάσσιο χώρο. * * * ἡ, Α… …   Dictionary of Greek

  • Πανιά — Πανιάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάνια — Πά̱νια , Πάνιον temple of Pan neut nom/voc/acc pl Πάνιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • πανίας — πανίᾱς , πανία fem acc pl πανίᾱς , πανία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανίαν — πανίᾱν , πανία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανίας — Πανίᾱς , Πάνιος fem acc pl Πανίᾱς , Πάνιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανίαν — Πανίᾱν , Πάνιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»