-
61 στραβώνω
1. μετ.1) (по)гнуть;στραβώνω τό κλειδί — погнуть ключ;
2) кривить; искривлять, перекашивать;στραβώνω τα μούτρα — кривиться, делать недовольную мину;
3) перен. извращать, искажать; портить;μου στράβωσε τη δουλειά он испортил мне дело; 4) ослеплять; τον στράβωσε κι' από τα δυό μάτια он его сделал слепым на оба глаза; 5) вывихнуть; 2. αμετ. 1) гнуться; 2) кривиться, искривляться, перекашиваться; коробиться; деформироваться; στράβωσε το δέντρο дерево перекосило; στράβωσε η σανίδα доску покоробило; 3) перен. извращаться, искажаться; портиться; расстраиваться, разлаживаться; η δουλειά στράβωσε και δεν πάει καλά работа разладилась и идёт плохо; στράβωσε το προξενιό τού Γιάννη расстроилось сватовство Яниса;1) прям., перен. (ο) — слепнуть;στραβώνομαι
στραβώθηκε απ' το 'να μάτι — он ослеп нз один глаз;
στραβώθηκε στο διάβασμα (στη δουλειά) — он ослеп от чтения (работы);
στραβώθηκα και δεν το πρόσεξα — я будто ослеп, что не заметил этого;
2) сбиваться, сдвигаться (о шапке, платке и т. п.) -
62 στρωτά
επίρρ. ровно, гладко, нормально;πάει στρωτά η δουλειά — работа идёт нормально
-
63 τυχαίνω
(αόρ. έτυχα) 1. μετ. случайно, неожиданно встретить (кого-л.), натолкнуться (на кого-л.);2. αμετ 1) быть, находиться, присутствовать; 2) выпадать на долю, доставаться; του έτυχε στη λοταρία... он выиграл в лотерею...; 3) απρόσ. бывает, случается; приходится; σας έτυχε ποτέ να..; случалось ли вам когда-нибудь...?; δεν έτυχε να πάει εκεί ему не случалось бывать там;τυχαίνει κάποτε να... — случается, что...;
έτυχε να... случилось так, что...; случайно (сделал что-л.);έτυχε να βρώ... я случайно нашёл...; έτυχε να πάω στο θέατρο я случайно попал в театр; § ότι τύχει что попало; όπως τύχει как придётся; как попало;άν τυχαίνει — в случае, при случае, если придётся;
πώς έτυχες εδώ; какими судьбами?;μην τύχει και τού πείς... смотри, ни в коем случае не говори ему, что... -
64 φιρί-φιρί
επίρρ. настойчиво, упорно;πάει φιρί-φιρί - φιρί-φιρί γιά καυγά — она не успокоится, пока не доведёт/ до ссоры (драки)
-
65 χαμένος
η, ο 1.1) потерянный, утраченный; пропавший; погибший;χαμένο πράμα — пропажа, потерянная вещь;
όλοι οι κόποι μου πάνε χαμένοι — все мои труды пропали даром;
πάει χαμένη η υπόθεση! — пропало дело!;
είμαι χαμέν! — я пропал!;
2) проигравший (в карты); потерявший (что-л.);βγαίνω χαμένος — оказаться в проигрыше;
3) пропащий, никчёмный;χαμένος άνθρωπος — пропащий человек;
χαμένο κορμί — никудышный человек;
χαμένη υπόθεση — пропащее дело;
§ τα 'χει χαμένα — он спятил, очумел;
στα χαμένα — наобум, на авось;
2. (ο, η) негодяй, -ка -
66 χειροτερεύω
1. μετ. ухудшать, делать хуже;2. αμετ. ухудшаться, становиться хуже;ο άρρωστος όσο πάει και χειροτερεύει — больному становится всё хуже
-
67 χειρότερο(ν)
το 1. худшее;ο άρρωστος πάει στο χειρότερο(ν) — больному всё хуже и хуже;
τόσο το χειρότερο(ν) — тем х;
уже;τό χειρότερο(ν)
хуже всего, самое худшее;τό χειρότερο(ν) απ' όλα είναι ότι... — хуже всего то, что...;
2. επίρρ. см. χειρότερα;§ ΰποιος δε 'δεί τα χειρότερα δε θυμ,άται τα καλύτερα — посл, тот, кто не изведал плохого, не оценит и хорошее
-
68 χειρότερο(ν)
το 1. худшее;ο άρρωστος πάει στο χειρότερο(ν) — больному всё хуже и хуже;
τόσο το χειρότερο(ν) — тем х;
уже;τό χειρότερο(ν)
хуже всего, самое худшее;τό χειρότερο(ν) απ' όλα είναι ότι... — хуже всего то, что...;
2. επίρρ. см. χειρότερα;§ ΰποιος δε 'δεί τα χειρότερα δε θυμ,άται τα καλύτερα — посл, тот, кто не изведал плохого, не оценит и хорошее
-
69 ωρολόγι(ον)
τό1) часы;ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;
επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;
ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;
ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;
ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;
πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;
τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);
τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;
2) расписание;ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;
3) церк, часослов -
70 ωρολόγι(ον)
τό1) часы;ωρολόγι(ον) της τσέπης (τού τοίχου) — карманные (стенные) часы;
επιτραπέζιο (ηλεκτρικό) ωρολόγι(ον) — настольные (электрические) часы;
ωρολόγι(ον) του χεριού — наручные часы;
ηλιακό ( — или σκιαθηρικό) ωρολόγι(ον) — солнечные часы;
ωρολόγι(ον) 6*μμου — песочные часы;
πλάκα τού ωρολόγιού — циферблат часов;
τό ωρολόγι(ον) πηγαίνει μπροστά (πίσω) — часы спешит (отстают);
τό ωρολόγι(ον) πάει καλά — часы идут точно;
2) расписание;ωρολόγιο μαθημάτων — расписание занятий;
3) церк, часослов -
71 Ήθελε φτωχός να παντρευτεί και νύχτα δε βρέθηκε
– Άτυχος πάει να πνιγεί, στερεύουν τα πηγάδια• Бедному жениться – ночь короткаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ήθελε φτωχός να παντρευτεί και νύχτα δε βρέθηκε
-
72 Αγάλι-αγάλι πας μακριά
– Αγάλι-αγάλι πας μακριά– Όποιος πάει αργά, φτάνει γρήγορα• Тише едешь – дальше будешь• Скорость нужна, а поспешность вреднаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αγάλι-αγάλι πας μακριά
-
73 Σπεύδε βραδέως
– Αγάλι-αγάλι πας μακριά– Όποιος πάει αργά, φτάνει γρήγορα• Тише едешь – дальше будешь• Скорость нужна, а поспешность вреднаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σπεύδε βραδέως
-
74 Τα χρήματα παν με τα χρήματα
– Ο βιός πάει στο βιό– Τα χρήματα παν με τα χρήματα• Деньги к деньгам• Деньга деньгу наживаетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα χρήματα παν με τα χρήματα
-
75 Το χρήμα γεννάει το χρήμα
– Ο βιός πάει στο βιό– Τα χρήματα παν με τα χρήματα• Деньги к деньгам• Деньга деньгу наживаетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το χρήμα γεννάει το χρήμα
См. также в других словарях:
πάει — το (ποιητ. τ.) ο πηγεμός («στο πάει και στο έλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος τού γ προσ. τού ρ. πάω αντί τής προστ. πήγαινε για μετρ. λόγους (πρβλ. το πηγαινέλα < πήγαινε + έλα)] … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πάω — / πηγαίνω, πήγα, πηγεμένος βλ. πίν. 192 (και ως απρόσ. πάει) Σημειώσεις: πάω – πηγαίνω : δεν αντιστοιχούν πάντοτε οι δύο τύποι στις ίδιες σημασίες. Το πάω χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις, όπως: πάω για..., πάω να..., πάω χαμένος, πού θα πάει … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πηγαίνω — πάω / πηγαίνω, πήγα, πηγεμένος βλ. πίν. 192 (και ως απρόσ. πάει) Σημειώσεις: πάω – πηγαίνω : δεν αντιστοιχούν πάντοτε οι δύο τύποι στις ίδιες σημασίες. Το πάω χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις, όπως: πάω για..., πάω να..., πάω χαμένος, πού θα… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… … Dictionary of Greek
πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… … Dictionary of Greek
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek