Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ο+χρωματισμός

  • 41 колоритность

    θ.
    χροιά, χρωματισμός.

    Большой русско-греческий словарь > колоритность

  • 42 крап

    -а (крапу) α. στίγμα, κηλίδα (στο σώμα μερικών ζώων, πτηνών, εντόμων). || έγχρωμα στίγματα, χρωματισμός.

    Большой русско-греческий словарь > крап

  • 43 неопределённый

    επ., βρ: -лнен, -лнна, -лнно
    αόριστος, ακαθόριστος, ασαφής• αδι-ευκρίνητος• αβέβαιος•

    на -ое время επ αόριστο•

    -ые условия ακαθόριστες συνθήκες ή όροι•

    неопределённый ответ αόριστη απάντηση•

    -ое положение αβέβαιη κατάσταση•

    -ая окраска ακαθόριστος χρωματισμός.

    εκφρ.
    - ое местоимение – (γραμμ.) αόριστη αντωνυμία•
    - ая форма глагола – το απαρέμφατο•
    неопределённый член – αόριστο άρθρο.

    Большой русско-греческий словарь > неопределённый

  • 44 покровительственный

    επ.
    προστατευτικός, κηδεμονικός.
    εκφρ.
    - йя окраска – (βιολ.) ο προστατευτικός χρωματισμός, μιμιτισμός•
    - ая системаβλ. протекционизм.

    Большой русско-греческий словарь > покровительственный

  • 45 раскраска

    θ.
    χρωμάτισμα, βάψιμο•

    пс-трая раскраска παρδαλός (ποικίλος) χρωματισμός.

    || διάκοσμος έγχρωμος.

    Большой русско-греческий словарь > раскраска

  • 46 рябизна

    θ.
    χρωματισμός στικτός.

    Большой русско-греческий словарь > рябизна

  • 47 синь

    θ.
    1. βλ. синева.
    2. χρώμα κυανό. || κυανός χρωματισμός, κυανή χροιά.

    Большой русско-греческий словарь > синь

  • 48 тон

    -а, πλθ. тона κ. тоны α.
    1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•

    низкий тон χαμηλός τόνος•

    -ие -а υψηλοί τόνοι.

    2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.
    3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•

    минорный тон ο τόνος μινόρε.

    4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•

    чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.

    5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•

    повелительный тон προστακτικός τόνος.

    || στυλ λόγου ή έργου•

    полемический тон πολεμικός τόνος.

    || χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).
    6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•

    светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.

    εκφρ.
    в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•
    в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•
    под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•
    -ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•
    -ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•
    задавать тонπαλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•
    задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•
    повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•
    сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•
    попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό.

    Большой русско-греческий словарь > тон

  • 49 тональность

    θ.
    1. (μουσ.) τονικότητα. || τόνος φωνής.
    2. ύφος, στυλ.
    3. ° βασικός χρωματισμός.

    Большой русско-греческий словарь > тональность

  • 50 хроматизм

    α.
    χρωματισμός.

    Большой русско-греческий словарь > хроматизм

  • 51 цвет

    -а, πλθ. цвета α.
    χρώμα, χρωματισμός•

    красный цвет κόκκινο χρώμα•

    тмный цвет το σκούρο χρώμα•

    цвет кожи το χρώμα του δέρματος•

    смуглый цвет лица μελαχροινό χρώμα του προσώπου.

    α.
    1. (συνήθως πλθ. цветы -ов), λουλούδι, άνθος•

    живые -ы φυσικά άνθη•

    ис-куственные -ы τεχνητά άνθη•

    полевые -ы αγριολούλουδα.

    2. μτφ. το εκλεκτότερο μέρος από κάτι, η αφρόκρεμα•

    цвет молоджи το άνθος της νεολαίας•

    цвет науки το άνθος της επιστήμης.

    3. άνθιση, -μα, λουλούδισμα•

    в -у στο άνθισμα•

    до -а πριν το άνθισμα.

    || αθρσ. • τα άνθη, τα λουλούδια•

    липовый цвет τα λουλούδια της φλαμουριάς.

    εκφρ.
    дать цвет – ανθίζω, βγάζω λουλούδια•
    в (во) -е лет – στο άνθος της ηλικίας.

    Большой русско-греческий словарь > цвет

  • 52 цветность

    θ.
    χρώμα, χρωματισμός•

    пива το χρώμα της μπύρας.

    Большой русско-греческий словарь > цветность

См. также в других словарях:

  • χρωματισμός — colouring masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματισμός — Στη μουσική σημαίνει διαδοχή ήχων, ακόμα και της ίδιας βαθμίδας της μουσικής κλίμακας, που διαφοροποιούνται με τη χρήση ορισμένων σημείων, τα οποία αλλοιώνουν το τονικό ύψος των φθόγγων οξύνοντας ή βαρύνοντάς το κατά ένα τόνο ή ημιτόνιο. Τέτοια… …   Dictionary of Greek

  • χρωματισμός — ο 1. η πράξη του χρωματίζω, το βάψιμο. 2. χρώμα, απόχρωση: Το φόρεμα αυτό έχει καλό χρωματισμό. 3. για προφορικό ή για γραπτό λόγο, ποικιλία, τόνος, έκφραση: Ο λόγος του διακρινόταν για το χρωματισμό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρωματισμούς — χρωματισμός colouring masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρωματισμόν — χρωματισμός colouring masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… …   Dictionary of Greek

  • επίχρωση — η (AM ἐπίχρωσις) [επιχρῴζω] χρωματισμός μιας επιφάνειας, επιφανειακός μόνο χρωματισμός …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κρυπτικός — ή, ό (Α κρυπτικός ή, όν) [κρυπτός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κρύπτες τών χριστιανών 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται στις κρύπτες ενός οργάνου («κρυπτική αμυγδαλίτιδα») 3. φρ. βιολ. «κρυπτικός χρωματισμός» χρωματισμός που… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — το, ατος 1. η οπτική εντύπωση που προέρχεται από την αντανάκλαση ορισμένων ακτίνων ή όλου του ηλιακού φωτός πάνω στην επιφάνεια των σωμάτων. 2. η χροιά του δέρματος του ανθρώπου: Το χρώμα των Αφρικανών αυτών είναι μαύρο. 3. μπογιά, βαφή. 4. στον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»