-
1 τελευταίος
-
2 τελευταῖος
-
3 τελευταῖος
1 final [Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευ[ταί]ῳ προβιβάζοις Pae. 2.105
-
4 τελευταῖος
τελευταῖος, α, ον (Aeschyl., Hdt. +) pert. to closure in a series, final, last, as concluding point in time τελευταία ἡμέρα (Demosth. et al.; Epict. 2, 23, 21; IG IV2 1, 123, 128 [IV B.C.] ἐν ταῖς τελευταίαις ἁμέραις) τῶν ἀζύμων GPt 14:58.—Schmidt, Syn. IV 524–34, cp. ἔσχατος. DELG s.v. τέλος. -
5 τελευταῖος
A last, in Order,οἱ τ. κύκλοι Hdt.1.98
; τὰ δύο τὰ τ. the last two lines, Id.7.142; τὰ τ. the endings or terminations, Id.5.68;ἐν τελευταίοις πίπτειν Pl.R. 619e
; τελευταίους στῆσαι to station in the rear ranks, X.Cyr.6.3.25; οἱ τ. πόδες the hind feet, Arist.PA 684a12.2 more freq. of Time, ἡ τ. ἡμέρα the last day allowed for payment, D.28.1; of a festival, without ἡμέρα, X.HG6.4.16, etc.; one's last day, S.OT[1528] (troch.), E. Andr. 101; ὁδὸν τὴν τ. one's last journey, S.Tr. 155; τὸν τ. βίον the end of life, Id.OC 1551;τ. ἐμοῦ φήμη Id.Tr. 1149
;τὸ τ. ἐκβάν D.1.11
.II τὸ τ. as Adv., for the last time, X.HG7.5.20, etc.; or τελευταῖον, Id.Cyr.8.7.28, S.OT 1183; τὰ τ. Pl.Cra. 515d.2 τὸ τ. finally, in the last place, Ar.Nu. 945 (anap.), Th.8.8, Pl.R. 532a, D.18.312, etc.; τὰ τ. Th.1.24, 8.85;τελευταῖον Hdt.1.91
: but,3 the Adj. is freq. used with Verbs, where we should use the Adv.,ὁ τελευταῖος δραμών A.Ag. 314
;παρελθόντες τελευταῖοι Th.1.67
, etc.; cf.τελευτάω 11.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελευταῖος
-
6 τελευταῖος
-α,-ον + A 0-0-0-4-1=5 Prv 14,12.13; 16,25; 20,9b(21); 3 Mc 5,49last 3 Mc 5,49; in the end Prv 14,13; τὰ τελευταῖα the last parts, ends Prv 14,12 -
7 τελευταίος
1) last2) latterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τελευταίος
-
8 τελευταί'
τελευταῖα, τελευταῖοςlast: neut nom /voc /acc plτελευταῖε, τελευταῖοςlast: masc voc sgτελευταῖαι, τελευταῖοςlast: fem nom /voc pl -
9 τελευταῖ'
τελευταῖα, τελευταῖοςlast: neut nom /voc /acc plτελευταῖε, τελευταῖοςlast: masc voc sgτελευταῖαι, τελευταῖοςlast: fem nom /voc pl -
10 τελευταία
τελευταί̱ᾱ, τελευταῖοςlast: fem nom /voc /acc dualτελευταί̱ᾱ, τελευταῖοςlast: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τελευταί̱ᾱͅ, τελευταῖοςlast: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 τελευταία
τελευταῖοςlast: neut nom /voc /acc pl——————τελευταῖαι, τελευταῖοςlast: fem nom /voc pl -
12 τελευταίον
-
13 τελευταῖον
-
14 τελευταιότατα
τελευταῑότατα, τελευταῖοςlast: adverbial superlτελευταῑότατα, τελευταῖοςlast: neut nom /voc /acc superl pl -
15 τελευταιότατον
τελευταῑότατον, τελευταῖοςlast: masc acc superl sgτελευταῑότατον, τελευταῖοςlast: neut nom /voc /acc superl sg -
16 τελευταίας
τελευταί̱ᾱς, τελευταῖοςlast: fem acc plτελευταί̱ᾱς, τελευταῖοςlast: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 τελευταίων
τελευταί̱ων, τελευταῖοςlast: fem gen plτελευταί̱ων, τελευταῖοςlast: masc /neut gen pl -
18 τελευταίως
τελευταί̱ως, τελευταῖοςlast: adverbialτελευταί̱ως, τελευταῖοςlast: masc acc pl (doric) -
19 τελευταίαι
-
20 τελευταῖαι
См. также в других словарях:
τελευταῖος — last masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταίος — α, ο / τελευταῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.) νεοελλ. 1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο … Dictionary of Greek
τελευταίος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται στο τέλος της σειράς, ο τελικός, ο ύστατος: Το τελευταίο σπίτι δεξιά. 2. ο κατώτατος σε ποιότητα και αξία: Ο τελευταίος από τους μαθητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελευταῖον — τελευταῖος last masc acc sg τελευταῖος last neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖα — τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖαι — τελευταῖος last fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖοι — τελευταῖος last masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek