-
1 губка
1. (зажимная) η σιαγόν/α (σύσφιξης)-и гаечного ключа - ες του (γαλλικού) κλειδιού, раздвигать - и гаечного ключа ανοίγω τα - ια του (γαλλικού) κλειδιού2. (пористое вещество) ο σπόγγος, το σφουγγάρι 3. зоол. о σπόγγος, το σφουγγάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > губка
-
2 губка
-
3 мочалка
-
4 шпагат
-
5 губка
гу́б||каж ὁ σπόγγος, τό σφουγγάρι:вытирать \губкакой σφουγγίζω μέ τό σφουγγάρι· ловля \губкаοκ ἡ σπογγαλιεία. -
6 бодяга
-и θ.σπόγγος, σφουγγάρι του γλυκού νερού. -
7 губка
-
8 мочалка
-и θ.1. σφουγγάρι, σπόγγος•терть спинку -ой τρίβω τη ράχη με το σφουγγάρι.
2. βλ. мочало.εκφρ.жевать -у – φαφλατίζω. -
9 эпонж
-а α.σπόγγος, σφουγγάρι.
См. также в других словарях:
σπόγγος — sponge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek
σπόγγος — ο 1. ζωόφυτο που το πορώδες σώμα του χρησιμοποιείται ως όργανο καθαρισμού, σφουγγάρι. 2. όργανο καθαρισμού του πίνακα στα σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόγγε — σπόγγος sponge masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοι — σπόγγος sponge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοις — σπόγγος sponge masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοισι — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοισιν — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγον — σπόγγος sponge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγου — σπόγγος sponge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγους — σπόγγος sponge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)