-
41 колоть
колоть 1коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -оρ.δ. μ.1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•
- ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.
|| μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•колоть барана σφάζω το πρόβατο.
2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).εκφρ.колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•правда глаза -ет – παρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).
колоть 2колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -оρ.δ.μ.σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•колоть дрова σχίζω ξύλα•
колоть орехи σπάζω καρύδια•
колоть лёд σπάζω τον πάγο.
σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος. -
42 колотье
-я κ. колотье-а ουδ.σουβλερός πόνος, νυγμός•колотье в боку σφάχτης στο πλευρό.
-
43 колючий
-ая, -ее, βρ: -люч, -а, -е.1. κε-ντρώδης, νυγματώδης•-ая борода γένεια που κεντρούν.
|| αγκαθωτός• αγκαθηρός, ακανθώδης•-ая проволока αγκαθωτό σύρμα•
колючий кустарник αγκαθεροί θάμνοι.
2. μτφ. σουβλερός•-ая боль σουβλερός πόνος.
3. μτφ. δηκτικός, τσουχτερός, δριμύς, φαρμακερός•-ее слово δηκτική λέξη, κεντιά.,
-
44 колющий
επ. από μτχ.δηκτικός, που κε-ντρά•-ие органы у насекомых τα δηκτικά όργανα των εντόμων.
|| αιχμηρός•режущее и -ее оружие κοφτερό και αιχμηρό όπλο.
|| μτφ. σουβλερός•-ая боль σουβλερός πόνος.
-
45 ломота
-ы θ.πόνος των οστών, αρθρώσεων ή μυώνων, κομμάρα. -
46 невероятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. απίθανος, απίστευτος• μυθώδης.2. πολύ δυνατός (μεγάλος), υπερβολικός, εξαιρετικός•-успех εξαιρετική επιτυχία•
-ая боль πολύ δυνατός (μεγάλος) πόνος.
-
47 невозможный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. αδύνατος• ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, ανέφικτος, απραγματοποίητος•зто вещь -ая αυτό είναι ένα πράγμα αδύνατο•
совершенно -ое д-ло τελείως απραγματοποίητη υπόθεση.
ουσ. -о, 6. ουδ. το αδύνατο•и -ое возможно και το αδύνατο είναι δυνατό•
нет ничего -ого δεν υπάρχει, τίποτε το αδύνατο (που δεν μπορείνα γίνει).
2. ανυπόφορος, αφόρητος•-ая боль αβάσταχτος πόνος•
-ая жара αφόρητη ζέστη•
-характер ανυπόφορος χαρακτήρας.
|| πολύ μεγάλος πλήρης•невозможный беспорядок вещей μεγάλη αταξία πραγμάτων.
3. ανεπίτρεπτος, απαράδεχτος•-ая халитность απαράδεχτη χαλαρότητα.
-
48 невыносимый
επ., βρ: -сим, -а, -оανυπόφορος, ανυπόφερτος, αφόρητος, αβάσταχτος, δυσβάσταχτος•-ая боль αβάσταχτος πόνος.
-
49 немилосердный
επ. βρ: -ден, -дна, -дно.1. Χπαλ.) απηνής, σκληρός, άσπλαχνος, αλύπητος, ανελέητος.2. πολύ δυνατός- γερός• φοβερός, τρομερός•немилосердный мороз φοβερό κρύο•
-ая боль φρικτός πόνος.
-
50 непереносимый
επ., βρ: -сим, -а, -оανυπόφορος αφόρητος•-ая боль αβάσταχτος πόνος.
-
51 непрерывный
επ., βρ: -вен -вна, -вноαδιάκοπος, ακατάπαυστος, ασταμάτητος, αδιάλειπτος συνεχής, διαρκής•-ая боль ασταμάτητος πόνος•
непрерывный шум συνεχής θόρυβος•
-ая дробь συνεχές κλάσμα.
-
52 несносный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноαφόρητος, ανυπόφορος, -φερτός, αβάσταχτος, διαβολεμένος•-ая боль ανυπόφορος πόνος•
несносный человек ανυπόφερτος άνθρωπος•
-ая жара αφόρητη ζέστη.
-
53 нетерпимый
επ., βρ: -пим, -а, -оανυπόφορος, ανυπόμονος, αφόρητος, αβάσταγος• απαράδεκτος, ανεπίτρεπτος•-ое положение ανυπόφορη κατάσταση•
-ое поведение απαράδεκτη διαγωγή•
-ая боль αβάσταγος πόνος.
|| μη ανεκτικός, μη ανεκτός. -
54 неуёмный
επ., βρ: -мен, -мна, -мноασταμάτητος, αδιάκοπος, ακατάπαυστος, αδιάλειπτος• συνεχής, διαρκής•вчера шёл неуёмный дождь χτες έβρεχε ασταμάτητα•. -ая боль ασταμάτητος πόνος.
|| ακούραστος, ασίγαστος, αεικίνητος. -
55 неутолимый
επ., βρ: -лим, -а, -оακαταπράυντος•-ая боль ακαταπράυντος πόνος.
|| ακόρεστος, άσβηστος•-ая жавда άσβηστη δίψα•
неутолимый голод ακόρεστη πείνα (λίμα)•
- ая жажда знаний (μτφ.) ακόρεστη δίψα γνώσεων.
-
56 нытьё
-я ουδ.1. πόνος ελαφρός και συνεχής.2. μεμψιμοιρία, μουρμουρητό, γκρίνια.3. γόγγυσμα. -
57 область
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. περιοχή•северные -и европы οι βόρειες περιοχές της Ευρώπης.
|| διοικητική περιοχή•автономная область αυτόνομη περιοχή•
ленинградская область η περιοχή του Λένινγκραντ.
|| (προεπαν.) νομός.2. ζώνη•тропическая область εύκρατη ζώνη •область вечной мерзлоты κατεψυγμένη ζώνη.
3. (ανατ.) χώρα, χώρος•боль в -и сердца πόνος στην καρδιακή χώρα.
4. τομέας, κλάδος• σφαίρα•область в -и науки и техники στον τομέα της επιστήμης και της τεχνικής.
εκφρ.отойти в область предания ή воспоминаний и т. п. – ανάγομαι (ανήκω) στο παρελθόν, στην ιστορία, σβήνω, χάνομαι. -
58 отлечь
-лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. отлг, -легла, -ло, προστκ. отляг, μτχ. παρλθ. χρ. отлгший ρ.σ. παύω, σταματώ παρέρχομαι, περνώ•боль -легла ο πόνος πέρασε.
(απρόσ.)• ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω•у меня -гло от сердца ξαλάφρωσε η καρδιά, μου έφυγε ένα βάρος από την καρδιά.
-
59 отпустить
-ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. αφήνω•-и его άφησε τον•
отпустить на праздник, в гости αφήνω να πάει στη γιορτή, φιλοξενούμενος.
|| εξυπηρετώντας αφήνω•отпустить клиента τελειώνω με τον πελάτη.
|| αφήνω ελεύθερο•птицу αφήνω ελεύθερο το πουλάκι•
отпустить заключнного из тюрьмы αφήνω ελεύθερο το φυλακισμένο.
|| παλ. απολύω, διώχνω (αποτην υπηρεσία).2. χαλαρώνω, λασκάρω ξεσφίγγω•отпустить вервку λασκάρω την τριχιά.
|| αμ. εξασθενίζω, αδυνατίζω, ξεπέφτω μειώνομαι, ελαττώνομαι λιγοστεύω•мороз -ил το κρύο ξέπεσε.
|| περνώ, παύω, σταματώ•боль сразу меня -ла ο πόνος αμέσως με άφησε.
3. αφήνω να μεγαλώσει•отпустить усы αφήνω μουστάκια.
4. δίνω, χορηγώ, παρέχω. || παραχωρώ, εκχωρώ ψηφίζω κονδύλιο. || πουλώ•отпустить товар πουλώ εμπόρευμα.
5. λέγω, προφέρω εκστομίζω•отпустить кошшмнты λέγω κοπλιμέντα•
отпустить умное слово λέγω πετυχημένη (έξυπνη) λέξη.
6. παλ. συγχωρώ (αμαρτία, λάθος κ.τ.τ.).7. τροχίζω, ακονίζω.8. δένω•отпустить сталь αφήνω (εκθέτω) να δέσει το ατσάλι.
χαλαρώνω, λασκάρω ξεσφίγγομαι. -
60 плевритический
επ.πλευριτικός•-ая боль πόνος των πλευρών.
См. также в других словарях:
πόνος — work masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek
πόνος — ο 1. άλγος σωματικό ή ψυχικό: Έχω πόνο στο στομάχι. – Μεγάλος ο πόνος της ξενιτιάς. 2. συμπόνια, λύπη για τους άλλους: Δε νιώθει πόνο για τους δικούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειαλγία — Πόνος σε κάποιο σημείο ενός αγγείου του αιμοφόρου ή του λεμφικού συστήματος, χωρίς να υπάρχει φανερή οργανική βλάβη. Λέγεται και αγγειοαλγία. * * * η πόνος αγγείου ή λεμφαγγείου, χωρίς να υπάρχει καταφανής βλάβη του … Dictionary of Greek
μεταταρσαλγία — Πόνος στο μετατάρσιο του ποδιού, που προκαλείται από βλάβη του υποκείμενου προστατευτικού ιστού ανάμεσα στα οστά και στο δέρμα. Συχνά είναι αποτέλεσμα άσκησης σε σκληρές επιφάνειες με παπούτσια που δεν παρέχουν αρκετή στήριξη. * * * η ιατρ. πόνος … Dictionary of Greek
πόνω — πόνος work masc nom/voc/acc dual πόνος work masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
πόνε — πόνος work masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοι — πόνος work masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοιο — πόνος work masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνοις — πόνος work masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)