Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ο+πυροβόλο

  • 21 пушка

    [πούσκα] ουσ θ πυροβόλο, κανόνι

    Русско-эллинский словарь > пушка

  • 22 единорог

    α.
    1. μονόδοντας (θαλάσσιο κήτος).
    2. παλ. πυροβόλο που ομοίαζε με μονόνιερο (μυθικό ζώο).
    3. μονόκερος.

    Большой русско-греческий словарь > единорог

  • 23 зенитка

    θ.
    αντιαεροπορικό πυροβόλο.

    Большой русско-греческий словарь > зенитка

  • 24 катюша

    θ.
    κατιούσα, πυροβόλο, ρακετο-βόλο.

    Большой русско-греческий словарь > катюша

  • 25 огневой

    επ.
    1. πύρινος• με φωτιά.
    2. πυρό-χρωμος.
    3. μτφ. ζωηρός, φλογερός, σπινθηροβόλος (για μάτια, βλέμμα).
    4. μτφ. ευέξαπτος, θερμόα.ιμος.
    5. (στρατ.) του πυρός, των πυρών•

    -ое превосходство υπεροχή πυρός•

    -ая завеса φραγμός τίυρών.

    εκφρ.
    огневой бойπαλ. πυροβόλο όπλο κανόνι•
    - ая позиция – θέση πυροβόλου φωλιά πολυβόλου•
    - ые средства – μέσα πυρός•
    - ая точка – πυροβολείο, πολυβολείο, όλμο βολέ ίο•
    - йя речь – πύρινος λόγος.

    Большой русско-греческий словарь > огневой

  • 26 огненный

    επ.
    1. πύρινος•

    -ые языки πύρινες γλώσσ.ες (φλόγες).

    2. μτφ. πυρόχρωμος•

    огненный горизонт πύρινος ορίζοντας (κόκκινος).

    3. μτφ. σπινθηρίζων λαμπυρίζων•

    огненный взор πύρινο βλέμμα•

    -ые глаза πύρινα μάτια.

    4. μτφ. φλογερός, καυστικός, καυτερός, θερμός•

    огненный поцелуй θερμό φιλί (όλο φωτιά).

    5. μτφ. γεμάτος πάθος, έξαρση.
    εκφρ.
    - ая речь – πύρινος λόγος•
    - ые слова – καυτερά λόγια•
    огненный бойπαλ. πυροβόλο όπλο κανόνι.

    Большой русско-греческий словарь > огненный

  • 27 оружие

    ουδ.
    1. όπλο• όπλα•

    огнестрельное оружие πυροβόλο όπλο•

    холодное оружие όπλα κοφτερά, δίκοπα•

    атомное оружие ατομικό όπλο (πυρηνικό)•

    химическое оружие χημικό όπλο•

    личное -ατομικό όπλο (φερόμενο από κάθε οπλίτη)•

    к -ю)! στα όπλα! (παράγγελμα)•

    браться (взять(ся) за оружие παίρνω τα όπλα•

    призывать к.-ю καλώ στα όπλα.

    2. μτφ. (στρατ.) σώμα (πεζικό, πυροβολικό κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > оружие

  • 28 пищаль

    θ. παλ. βαρύ πυροβόλο.

    Большой русско-греческий словарь > пищаль

  • 29 полевой

    επ.
    1. αγροτικός•

    -ая дорога αγροτικός δρόμος.

    2. (στρατ.) πεδινός, της εκστρατείας•

    -ая пушка πεδινό πυροβόλο•

    -ая артиллерия πεδινό πυροβολικό•

    полевой госпиталь ορεινό χειρουργείο•

    -ая почта ταχυδρομείο εκστρατειας•

    -ая кухня μαγειρείο εκστρατείας.

    3. φυσικός• εξοχικός.
    4. κυνηγετικός.
    5. αγροτικός, αυτοφυής, άγριος•

    - ая мята άγρια μίνθη (επιστ.), αγριόδυοσμος (λκ.)

    полевая мышь ο αρουραίος.

    εκφρ.
    полевой шпат – είδος ά-στρίου (ορυκτό).

    Большой русско-греческий словарь > полевой

  • 30 пристрелять

    ρ.σ.μ.
    1. κανονίζω, ρυθμίζω τη βολή (με δοκιμαστικά βλήματα).
    2. ελέγχω, δοκιμάζω πυροβόλο όπλο.
    ρυθμίζομαι, κανονίζομαι (για βολή πυροβόλου όπλου).

    Большой русско-греческий словарь > пристрелять

  • 31 рана

    θ.
    1. πληγή, τραύμα, λαβωματιά•

    сквозная рана διαμπερές τραύμα•

    смертельная -θανάσιμο (θανατηφόρο) τραύμα•

    глубокая βαθιά πληγή•

    огнестрельная рана τραύμα από πυροβόλο όπλο•

    рана зажила η πληγή έθρεψε•

    перевязать -у δένω την πληγή•

    резаная рана η κοψιά•

    колотая рана μαχαιριά, σουβλησιά, νύξη.

    2. μτφ. άλγος, πόνος, οδύνη•

    рана в душе η ψυχική οδύνη.

    Большой русско-греческий словарь > рана

  • 32 самоход

    α.
    1. (τεχ.) αυτοκίνητος μηχανισμός.
    2. πυροβόλο μηχανοκίνητο.

    Большой русско-греческий словарь > самоход

  • 33 самоходный

    επ.
    αυτοκίνητος, -νούμενος•

    -ая артиллерия μηχανοκίνητο πυροβολικό•

    -ая пушка μηχανοκίνητο πυροβόλο•

    самоходный полк μηχανοκίνητο σύνταγμα.

    Большой русско-греческий словарь > самоходный

  • 34 скорострельный

    επ.
    ταχυβόλος•

    -ая пушка ταχυβόλο πυροβόλο.

    Большой русско-греческий словарь > скорострельный

  • 35 смолкнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. смолки, παλ. смолкул, смолкла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. смолкший κ. смолкнувший ρ.σ. σιγώ• παύω να ηχώ, σταματώ• διακόπτω•

    песня смолкла το τραγούδι, έπαψε•

    шум смолк ο θόρυβος σταμάτησε•

    птицы смолкли τα πουλιά σταμάτησαν το κελάηδημα•

    рассказчик смолкл ο αφηγητής διέκοψε τη διήγηση του•

    пушка смолкла το πυροβόλο σίγασε.

    Большой русско-греческий словарь > смолкнуть

  • 36 фальконет

    α.
    παλαιό.μικρό πυροβόλο.

    Большой русско-греческий словарь > фальконет

  • 37 холодный

    επ., βρ: холоден, -дна, -дно.
    1. κρύος, ψυχρός•

    -ая вода κρύο νερό•

    холодный ветер ψυχρός άνεμος•

    -ая комната κρύο δωμάτιο.

    2. ουσ. -ая θ. κρύο κρατητήριο, το φρέσκο.
    3. βλ. заливной (2 σημ.).
    4. άτονος, χλιαρός•

    -взгляд ψυχρό βλέμμα•

    холодный прим ψυχρή υποδοχή-холодныйое сердце κρύα καρδιά.

    || αδιάφορος, απαθής.
    5. μτφ. ψύχραιμος.
    6. ψυχρός (χωρίς προηγούμενη θέρμανση, πυράκτωση)•

    -ая штамбов-ка ψυχρή εκτύπωση.

    7. (για μικροεπαγγελματίες)• φτωχός, φουκαριάρης•

    холодный сапожник φτω-χομπαλωματής•

    холодный парикмахер φτωχοκουρέας.

    εκφρ.
    - ая воина – ψυχρός πόλεμος•
    - ое оружие – ψυχρό όπλο (μαχαίρι, ξίφος, σπαθί, σε αντίθεση με το πυροβόλο όπλο).

    Большой русско-греческий словарь > холодный

  • 38 шестидюймовка

    θ.
    πυροβόλο διαμετρήματος έξι ιντσών (15,45 εκατ.).

    Большой русско-греческий словарь > шестидюймовка

См. также в других словарях:

  • πυροβόλο — Βλητική μηχανή μήκους 22 διαμετρημάτων, κατάλληλη να προσδίδει υψηλές αρχικές ταχύτητες στα βλήματα, τα οποία μπορούν να φτάσουν μεγάλα βεληνεκή με ευθυτενείς τροχιές. Τα π. εναντίον γηίνων και ναυτικών στόχων σκοπεύουν γενικά σε μικρές γωνίες… …   Dictionary of Greek

  • πυροβόλο — το 1. όνομα των όπλων που λειτουργούν με εσωτερική καύση πυρίτιδας. 2. βαρύ, μη φορητό όπλο, αλλ. τηλεβόλο, κανόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρονικό πυροβόλο — Διάταξη παραγωγής δέσμης από ηλεκτρόνια υψηλής ταχύτητας βασικό τμήμα του κινησιοσκοπίου. Βλ. λ. κινησιοσκόπιο …   Dictionary of Greek

  • όλμος — Πυροβόλο με μήκος κατώτερο των δέκα διαμετρημάτων και βασικά χαρακτηριστικά τη χαμηλή αρχική ταχύτητα των βλημάτων του και τη μεγάλη καμπυλότητα της τροχιάς τους. Η βολή του ό. γίνεται με γωνίες ύψωσης ανώτερες των 45° και συνεπώς με μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • κινησιοσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει σε ορατές εικόνες τις μεταβολές εύρους των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που λαμβάνει μια συσκευή τηλεόρασης από τον σταθμό ο οποίος εκπέμπει. Το κ. αποτελείται από έναν γυάλινο σωλήνα, στο εσωτερικό του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • Κατσώνης — Υποβρύχιο του ελληνικού πολεμικού στόλου, το οποίο ναυπηγήθηκε την περίοδο 1926 27 στη Γαλλία. Είχε εκτόπισμα 556 τόνων στην επιφάνεια και 775 σε κατάδυση και η ταχύτητά του ήταν 14 και 9 κόμβοι αντίστοιχα. Το Κ. ήταν εξοπλισμένο με έξι… …   Dictionary of Greek

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»