-
1 πυρετος
ὅ1) палящая жара, зной Hom.2) жар, горячка, лихорадка Arph., Plat. etc. -
2 πυρετός
πυρετός, οῦ, ὁ (πῦρ, s. prec. entry) fever ([Il. 22, 31 ‘burning heat’]; Aristoph.; Hippocr.; SIG 1239, 20; 1240, 12; IDefixAudollent 74, 6; BGU 956, 2; POxy 924, 6; 1151, 35; Dt 28:22; TestSol 18, 20 and 23; Philo; Jos., Vi. 48) Lk 4:39. ἀφῆκεν αὐτὴν (αὐτὸν) ὁ πυρετός Mt 8:15; Mk 1:31 (JCook, NTS 43, ’97, 184–208); J 4:52. In the two passages foll. πυρ. is used w. συνέχεσθαι (cp. Diod S 36, 13, 3 παραχρῆμα πυρετῷ συνεσχέθη; Jos., Ant. 13, 398 πυρετῷ συσχεθείς; POxy 986, 33 ὄντα πυρετίοις συνεχόμενον), pl. (Demosth. et al.; Hippocr.: CMG I/1 p. 40, 1; 50, 6; w. δυσεντερία p. 57, 27f; 60, 27) πυρετοῖς καὶ δυσεντερίῳ συνεχόμενον Ac 28:8. συνεχομένη πυρετῷ μεγάλῳ suffering with a severe attack of fever Lk 4:38 (cp. Diod S 32, 10, 3 τῶν πυρετῶν μεγάλων συνεπιγινομένων; Galen, De Diff. Febr. 1, 1 vol. VII 275 Kühn σύνηθες τοῖς ἰατροῖς ὀνομάζειν τὸν μέγαν τε καὶ μικρὸν πυρετόν; Alexander of Aphrodisias, De Febribus Libell. 31 [JIdeler, Physici et Medici Graeci Minores I 1841, 105f] μικρούς τε καὶ μεγάλους ὀνομάζομεν πυρετούς; Aulus Cornel. Celsus 4, 14 magnae febres.—S. on this JSchuster, M.D., BZ 13, 1915, 338ff; HCadbury, JBL 45, 1926, 194f; 203; 207 note); GDunst, ZPE 3, ’68, 148–53 (fever-cult); WKirchschläger, Fieberheilung in Apg 28 und Lk 4: Les Actes des Apôtres etc., ed. JKremer ’79, 509–21. On fever in the Gr-Rom. world s. also PBurke, ANRW II Principat 37/3 ’96, 2252–81.—DELG s.v. πύρ. M-M. TW. -
3 πυρετός
πυρετός, ὁ, brennende Hitze, Glühhitze; vom Sirius sagt Hom. φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν, Il. 22, 31; – gew. Fieberhitze, Fieber, Ar. Vesp. 1038 u. in Prosa, wie Plat. Phaed. 105 c.
-
4 Πυρετος
ὁ Пирет (приток Истра, предполож. нынешний Прут) Her. -
5 Πυρετός
Πυρετόςburning heat: masc nom sg -
6 πυρετός
πυρετόςburning heat: masc nom sg -
7 πυρετός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πυρετός
-
8 πυρετός
πυρετός, ὁ, brennende Hitze, Glühhitze; gew. Fieberhitze, Fieber -
9 πυρετός
ο1) (повышенная) температура, жар, лихорадка;έχω πυρετό — температурить, быть в жару, лихорадить;
επιλόχειος πυρετός — родильная горячка;
εξετάζω τον πυρετπυρετό — измерять температуру;
2) перен. лихорадка, горячка;προεκλογικός πυρετός — предвыборная лихорадка;
ο πυρετός τού χρηματιστηρίου — биржевая лихорадка
-
10 πυρετός
{сущ., 6}горячка, жар, лихорадка.Ссылки: Мф. 8:15; Мк. 1:31; Лк. 4:38, 39; Ин. 4:52; Деян. 28:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πυρετός
-
11 πυρετός
{сущ., 6}горячка, жар, лихорадка.Ссылки: Мф. 8:15; Мк. 1:31; Лк. 4:38, 39; Ин. 4:52; Деян. 28:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πυρετός
-
12 πυρετός
горячка, жар, лихорадка.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πυρετός
-
13 πυρετός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πυρετός
-
14 πυρετός
[пирэтос] ουσ. а. температура, лихорадка, жар, горячка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πυρετός
-
15 πυρετός
-
16 πυρετός
[пирэтос]ουσ α температура, лихорадка, жар, горячка. -
17 πυρετός
la febre -
18 πυρετός
II fever, Hp.Aph.2.26, Ar.V. 1038 (pl.), etc.; θνήσκειν ἐκ π. Epigr.Gr. 247 ([place name] Mysia); π. ἀμφημερινοί, τριταῖοι, τεταρταῖοι, quotidian, tertian, quartan fevers, Pl.Ti. 86a, etc. (v. sub. vocc.);διαλείποντες Arist.Pr. 866a23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρετός
-
19 πυρετός
fièvre -
20 πυρετός
1) febra (f) rzecz.2) gorączka (f) rzecz.
См. также в других словарях:
Πυρετός — burning heat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετός — burning heat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετός — Κάθε σταθερή ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Όταν η θερμοκρασία, που λαμβάνεται στη μασχάλη, ξεπερνά τους 37°C θεωρείται π.· όπως είναι γνωστό, η θερμοκρασία του στόματος είναι κατά μερικά δέκατα υψηλότερη από… … Dictionary of Greek
πυρετός — ο 1. παθολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, υπερθερμία, θέρμη, ζέστη. 2. εξαιρετική δραστηριότητα: Προεκλογικός πυρετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… … Dictionary of Greek
αμφήμερος πυρετός — ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) βλ. αμφημερινός … Dictionary of Greek
κίτρινος πυρετός — Επικίνδυνη για τη ζωή ιογενής νόσος η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο με το δήγμα των κουνουπιών. Στο αρχικό στάδιο χαρακτηρίζεται από πυρετό, πονοκέφαλο και ναυτία. Ύστερα από ολιγοήμερη ύφεση ο πυρετός εμφανίζεται ξανά και συνοδεύεται από ίκτερο … Dictionary of Greek
Τέξας πυρετός — Παρασιτική νόσος, πολύ μεταδοτική, που επιστημονικά ονομάζεται ελομιανσία και οφείλεται στην προσβολή των ερυθρών αιμοσφαιρίων του αίματος από ειδικό αιματοζωάριο, του δίδυμου προσώματος. Μεταδίδεται με το τσίμπημα αρθρόποδων παράσιτων του… … Dictionary of Greek
Πυρετοῖν — Πυρετός burning heat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετοῖν — πυρετός burning heat masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυρετοῖο — Πυρετός burning heat masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)