Перевод: со всех языков
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Греческий
- Русский
ο+πατέρας+μου/xx
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
λογικός — ή, ό (AM λογικός, ή, όν [λόγος] 1. αυτός που έχει ορθό λόγο, σωστή κρίση, ορθή σκέψη, αυτός που σκέπτεται, μιλά ή ενεργεί ορθά (α. «λογικό ον» β. «ο πατέρας μου είναι λογικός άνθρωπος») 2. ο έλλογος, αυτός που ενέχει λογική, που γίνεται σύμφωνα… … Dictionary of Greek
μουρμουρίζω — μουρμούρισα 1. μιλώ μέσ από τα δόντια μου, μιλώ χαμηλόφωνα: Κάτι μουρμούρισε φεύγοντας, αλλά δεν το κατάλαβα. 2. γκρινιάζω, μεμψιμοιρώ, παραπονιέμαι: Ο πατέρας μου μουρμουρίζει επειδή ξενυχτώ. 3. κελαρύζω: Το ρυάκι μουρμούριζε καθώς κυλούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ογδοντάρης, -α, -ικο — 1. ο ογδόντα χρόνων: Ο πατέρας μου πέθανε ογδοντάρης. – Η γιαγιά είναι ογδοντάρα. 2. το ουδ., ογδοντάρικο σημαίνει συνήθ. χωρητικότητα, βάρος: Έχω μαζί μου δυο ογδοντάρικα σακιά για το σιτάρι. – Τα δέματα είναι ογδοντάρικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοτανολόγος — ο 1. αυτός που μαζεύει φαρμακευτικά φυτά, βότανα. 2. ο επιστήμονας που αντικείμενο μελέτης του είναι η βοτανική: Ο πατέρας μου έχει σπουδάσει βοτανολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροντοφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γέρος: Ο πατέρας μου άρχισε να γεροντοφέρνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκριζομάλλης, -α, -ικο — αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, ψαρομάλλης: Ο πατέρας μου είναι γκριζομάλλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασοπονία — η κλάδος της δασολογίας που ασχολείται με την περιποίηση και την εκμετάλλευση των δασών: Ο πατέρας μου διαβάζοντας σχετικά βιβλία απέκτησε γνώσεις δασοπονίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)