-
21 Μαιάνδρω
-
22 Μαιάνδρῳ
-
23 Μαιάνδρωι
Μαιάνδρῳ, Μαίανδροςwinding: masc dat sg -
24 Maeander
Maeander, drī, m. u. Maeandros (u. -us), drī, m. (Μαίανδρος), I) ein Fluß in Ionien und Phrygien, der bei Milet ins Ikarische Meer fließt, berühmt wegen seiner vielen Krümmungen, der Sage nach Vater der Cyane, die den Kaunus u. die Byblis gebar, j. Meinder, Form -der, Liv. 38, 13, 6 sq. u.a.: Form -dros, Ov. met. 2, 246 u.a.: Form -drus, Sil. 7, 139: Vok. Maeandre, Claud. in Eutr. 2, 268. – more Maeandri, mit Krümmungen, in krummen Linien, Colum. 8, 17, 11. – II) appellat., jede Krümmung, Windung, a) eine Krümmung des Weges, ein Umweg, Cic. Pis. 53. Amm. 30, 1, 12. Prud. cath. 6, 142 (wo Meandros): dialecticae gyri atque Maeandri, Gell. 16, 8, 17. – b) in der Stickerei, bes. die künstlich ineinander verschlungenen Purpureinfassungen an den Gewändern der Alten, Verg. Aen. 5, 251. – Dav.: a) Maeandrātus, a, um, voll Krümmungen, Varro sat. Men. 534. – b) Maeandricus, a, um, mäandrisch, Tert. de pall. 4 zw. (Oehler Menandrico). – c) Maeandrius, a, um (Μαιάνδριος), mäandrisch, unda, Prop.: iuvenis, Kaunus, Mäanders Enkel, Ov.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > Maeander
-
25 меандр
-а α.1. μαίανδρος, κλωθογύρες ποταμού.2. διακοσμητικό σχήμα, γκρέκα. -
26 παλιμπλανής
πᾰλιμ-πλᾰνής, ές,A wandering to and fro,Μαίανδρος AP6.287
(Antip., v.l. πολυ-); βίοτος Epigr.Gr.491.5
(Orchom. [dialect] Boeot.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιμπλανής
-
27 σκολιός
A curved, bent (opp. ὀρθός, εὐθύς), σ. σίδηρος Hdt.2.86
;σ. σκίπωνι E.Hec.65
(anap.); of rivers and paths, winding,ποταμός Hdt. 1.185
, cf. 2.29;Μαίανδρος σ. εἰς ὑπερβολήν Str.12.8.15
; οἶμος, ἀτραπός, etc., A.R.4.1541, Nic.Th. 478, etc.; ;λαβύρινθος Call.Del. 311
;πλέγμα ἕλικος AP7.24
(Simon.);πλοκαμῖδες Nonn.D.14.182
; twisted, tangled,βάτος AP7.315
(Zenod. or Rhian.), cf. 11.33 (Phil.); ἐς τὸ ς. Hp.Art.37.2 bent sideways,δουλείη κεφαλή, σκολιή Thgn.536
; ; ἵππος ς. crooked made or going askew, Pl.Phdr. 253d.II metaph., crooked, i.e. unjust, unrighteous,θέμιστες Il.16.387
; μῦθοι, δίκαι, Hes.Op. 194, 221; αἰ σκολιὰν (sc. ῥήτραν) ὁ δᾶμος ἕλοιτο, Spartan law ap. Plu.Lyc.6;λόγος Thgn.1147
; ;πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς Id.P.2.85
; riddling, obscure,ῥημάτια Luc.
Bis Acc.16; τὸ σ. τῆς εἰσόδου (into true science) Vett.Val.250.23: rarely of men, ἰθύνει σκολιόν makes the crooked one straight, Hes.Op.7;σ. καὶ φοβερός Plu.2.551f
: with Verbs, σκολιὰ φρονεῖν, opp. εὐθὺς ἔμμεν, Scol.16;σ. πράττειν Pl.Tht. 173a
; τυφλὰ καὶ ς. Id.R. 506c, cf. Grg. 525a; σκολιά, τά, indirect methods, Cic.Att.13.39.2. Adv. , 262;σ. ἔχοντος τοῦ χρησμοῦ D.S.16.91
;εἰς πλάγια καὶ σκολιά Pl.Tht. 194b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκολιός
-
28 κάλανδρος
Grammatical information: m.Meaning: `kind of lark' (Dionys. Av. 3, 15).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: - Ending like τάρανδ(ρ)ος, Μαίανδρος; origin unknown. - From there Ital. calandro `a lark' (Meyer-Lübke Rom. et. Wb. No 1486). S. also W.-Hofmann s. caliandrum. No doubt either Pre-Greek or a loan from Anatolia.Page in Frisk: 1,761Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάλανδρος
-
29 Maeander
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Maeander
-
30 boucle
1) μαίανδρος2) θηλιά3) αγκράφα4) μπούκλα5) πόρπη6) φιόγκος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μαίανδρος — winding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαίανδρος — Διακοσμητικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από ευθείες γραμμές που κάμπτονται σε ορθές γωνίες και σχηματίζουν συνεχή σειρά επαναλαμβανόμενων ελιγμών. Το σχήμα πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Μαίανδρο (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας, που είναι… … Dictionary of Greek
μαίανδρος — ο γραμμικό διακοσμητικό μοτίβο που αποτελείται από ευθείες γραμμές και ορθές γωνίες, ζικζακωτή γραμμή, η γκρέκα: Στην αρχαία Ελλάδα ο μαίανδρος ήταν πολύ συνηθισμένο σχέδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαίανδρος — ο ποταμός της Μικράς Ασίας που χύνεται στο Αιγαίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαιάνδροιο — Μαίανδρος winding masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάνδρου — Μαίανδρος winding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάνδρους — Μαίανδρος winding masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαιάνδρῳ — Μαίανδρος winding masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαίανδρον — Μαίανδρος winding masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek