-
21 пылинка
[πυλίνκα] ουσ θ κόκκος σκόνης -
22 жемчужина
-ы θ.κόκκος μαργαριταριού. || μτφ. το εξαιρετικό, το εξαίσιο,το θαυμάσιο. -
23 зёрнышко
-а α.μικρός κόκκος. -
24 икринка
-ы θ.ένας κόκκος γόνου• ωάριο. -
25 капелька
-и θ.1. σταλαματίτσα, σταλίτσα, σταγονίτσα, -ίδιο•-и росы σταγονίτσες δροσιάς.
2. ελάχιστη ποσότητα•ни -и совести ούτε σταλιά (κόκκος) συνείδησης.
3. ωςεπίρ.λιγάκι, ελάχιστο, μιά σταλίτσα•выпейте -у πιέτε μια σταλίτσα (λίγο)•
ни осталось ни -у табаку δεν έμεινε ούτε μια πρέζα καπνός•
посидите хоть -у καθήστε έστω και λιγάκι•
ни -и не боюсь δε φοβάμαι καθόλου•
до последней -и μέχρι τελευταία σταγόνα (ρανίδα).
-
26 кокк
-а α.κόκκος (βακτηρίδιο). -
27 крупинка
-и θ.μικρός κόκκος. -
28 овсинка
-и θ.ένας κόκκος ή ένα στέλεχος της βρώμης. -
29 перерод
-а α. (γεωπ.) κόκκος εκφυλισμένος. -
30 песчинка
-и θ.κόκκος άμμου. -
31 порошинка
-и θ.ένας κόκκος μπαρούτης. -
32 пылинка
-и θ.1. μόριο σκόνης.2. βοτ. ο κόκκος της γύρης -
33 пыльцевой
επ.της γύρης•пыльцевой мешочек ο ανθήρας•
-ое зерно ο κόκκος της γύρης.
-
34 частица
-ы θ.1. τμήμα, μέρος• μόριο• κόκκος λεπτότατος.2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα,ένα λίγο, μια σταλιά, μια σταγόνα.3. (γραμμ.) το μόριο•утвердительная частица βεβαιωτικό μόριο•
-
35 чечевичка
-и θ.φακίτσα. || ένας κόκκος φακής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Δημήτριος — (Ανδρίτσαινα 1856 – Αθήνα 1891). Λογοτέχνης. Ανήκε στη γενιά του 1880, που οδήγησε την ελληνική ποίηση πέρα από τον –παρωχημένο τότε– ρομαντισμό των Σούτσων και του Αχιλλέα Παράσχου. Δημοσίευσε ποιήματά του στη σατιρική εφημερίδα του Βλάση… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Ιάκωβος — (Βενετία ; – 1453). Ναυτικός. Έδρασε ως πλοίαρχος γαλέρας κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Στις 2 Δεκεμβρίου 1452 κατόρθωσε να διασπάσει με δόλο τον αποκλεισμό του τουρκικού στόλου, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Φραγκίσκος — (16ος αι.). Λόγιος. Καταγόταν από τη Νάξο. Μετά τις σπουδές του στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου δίδαξε για ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και υπηρέτησε στα… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο 1.σπυρί, κουκί, σπόρος: Οι κόκκοι σταριού που πέφτουν στο χωράφι δίνουν πολλαπλάσιους καρπούς. 2. κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος: Οι κόκκοι της άμμου είναι αμέτρητοι. 3. ελάχιστη ποσότητα: Δεν έχει κόκκο μυαλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κόκκοι — Κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοι — κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόκκοις — Κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοις — κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)