-
1 καλλωπισμος
ὅ1) красота, изящество(τοῦ ἵππου Xen.)
διὰ τὸν καλλοπισμόν Plat. — для (придания) красоты2) украшениеεἰς καλλοπισμόν Xen. — для украшения;
οἱ περὴ τὸ σῶμα καλλοπισμοί Plat., — телесные украшения, наряды -
2 καλλωπισμός
καλλωπισμόςadorning oneself: masc nom sg -
3 καλλωπισμός
ο1) украшение (действие); прихорашивание; туалет; 2) косметика;είδη καλλωπισμού — предметы туалета; — косметические средства;
τό δωμάτιο καλλωπισμού — туалетная комната
-
4 καλλωπισμός
καλλωπ-ισμός, ὁ,A adorning oneself, making a display, Id.R. 572c; showing off, ὁ πρὸς ἵππους κ. X.Eq.10.16, cf. Jul.Mis. 349c.II ornamentation,κ. φορτικός Hp.Medic.2
; εἰς κ. for ornament, X.An.1.9.23;καλλωπισμοὶ οἱ περὶ τὸ σῶμα Pl.Phd. 64d
.b Rhet., embellishment,φράσεως Steph.in Hp.2.419D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλωπισμός
-
5 καλλωπισμός
καλλ-ωπισμός, ὁ, das Schmücken, ein schönes Ansehen Geben; Schmuck, Zierrat; vom Pferde, der stolze Gang -
6 καλλωπισμοί
καλλωπισμόςadorning oneself: masc nom /voc pl -
7 καλλωπισμούς
καλλωπισμόςadorning oneself: masc acc pl -
8 καλλωπισμόν
καλλωπισμόςadorning oneself: masc acc sg -
9 косметика
косметика ж 1) ο καλλωπισμός, η κοσμητική 2) (средства) το κοσμητικό, τα καλλυντικά* * *ж1) ο καλλωπισμός, η κοσμητική2) ( средства) το κοσμητικο, τα καλλυντικά -
10 αθηλυς
-
11 косметика
космет||икаж 1, ἡ κοσμητική, ὁ καλλωπισμός, ἡ καλλωπιστική·2. собир. (средства) τά καλλυντικά. -
12 туалет
туалетм1. (одежда) τό φόρεμα, ἡ τουαλε(τ)τα:модный \туалет ἡ τουαλε(τ)τα τής μόδας·2. (одевание) ὁ καλλωπισμός, ἡ τουαλέ(τ)τα, τό στόλισμα· совершать \туалет καλλωπίζομαι, στολίζομαι, συγυρίζομαι·3. (столик) ἡ τουαλέτ(τ)α:сидеть за \туалетом κάθομαι μπροστά στήν τουαλέτα·4. (уборная) ἡ τουαλέτα, τό ἀποχωρητήριο[ν]. -
13 καλλωπισμοίς
-
14 καλλωπισμοῖς
-
15 καλλωπισμού
-
16 καλλωπισμοῦ
-
17 καλλωπισμώ
-
18 καλλωπισμῷ
-
19 καλλωπισμών
-
20 καλλωπισμῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καλλωπισμός — adorning oneself masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… … Dictionary of Greek
καλλωπισμός — ο στολισμός, διακόσμηση: Το σπίτι αυτό έχει θαυμάσιο εσωτερικό καλλωπισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… … Dictionary of Greek
καλλωπισμοῖς — καλλωπισμός adorning oneself masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμοί — καλλωπισμός adorning oneself masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμοῦ — καλλωπισμός adorning oneself masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμούς — καλλωπισμός adorning oneself masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμῶν — καλλωπισμός adorning oneself masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμῷ — καλλωπισμός adorning oneself masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλωπισμόν — καλλωπισμός adorning oneself masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)