-
1 approvisionnement
εφοδιασμός -
2 ravitaillement
εφοδιασμός -
3 снабжение
-я ουδ.προμήθεια, εφοδιασμός•снабжение армии εφοδιασμός του στρατού•
снабжение промышленности εφοδιασμός της βιομηχανίας•
снабжение школы учебниками и пособиями προμήθεια του σχολείου με εγχειρίδια και βοηθήματα•
военное снабжение στρατιωτικός εφοδιασμός.
-
4 снабжение
1. (питание) о εφοδιασμός 2. (обеспечива-ние) η προμήθει/αο εφοδιασμός3. (предусмотрение, устройство) о εξοπλισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > снабжение
-
5 обеспечение
обеспечение с 1) (чём-л.) ο εφοδιασμός 2) (гарантия) η εξασφάλιση, η εγγύηση; социальное \обеспечение η κοινωνική πρόνοια* * *с1) (чём-л.) ο εφοδιασμός2) ( гарантия) η εξασφάλιση, η εγγύησηсоциа́льное обеспе́че́ние — η κοινωνική πρόνοια
-
6 поставка
-
7 снабжение
-
8 заправка
заправ||каж ὁ ἐφοδιασμός:\заправкака горючим ὁ ἐφοδιασμός μέ καύσιμη ὕλη. -
9 вооружение
-я ουδ.εξοπλισμός, -ση, αρμάτωμα•вооружение армии εξοπλισμός του στρατού•
сокращение -ий περιορισμός των εξοπλισμών.
|| εφοδιασμός•техническое вооружение предприятия τεχνικός εξοπλισμός της επιχείρησης•
парусное вооружение корабля εφοδιασμός του πλοίου με καραβόπανα.
-
10 запасание
-я ουδ.προμήθεια, εφοδιασμός•запасание дров εφοδιασμός σε καυσόξυλα.
-
11 обеспеченность
-и θ.εξασφάλιση• εφοδιασμός•обеспеченность школ пособиями εφοδιασμός των σχολείων με εγχειρίδια (βιβλία) επάρκεια.
-
12 продовольствие
-я ουδ.1. τα τρόφιμα•грузить продовольствие φορτώνω τρόφιμα.
2. παλ. εφοδιασμός με τρόφιμα•продовольствие войск εφοδιασμός των στρατευμάτων με τρόφιμα.
-
13 тракторизация
-и θ.εφοδιασμός με τρακτέρ•тракторизация сельского хозяйства εφοδιασμός με τραχτέρ της αγροτικής οικονομίας.
-
14 заготавливание
1. (заблаговременное приготовление чего-л) η προετοιμασία, η προπαρασκευή 2. (запас чего-л.) η προμήθεια, ο εφοδιασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготавливание
-
15 наделение
1. (предоставление) η απονομή 2. (снабжение) о εφοδιασμόςη προμήθειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наделение
-
16 обеспечение
1. (снабжение) о εφοδιασμός, η παροχή 2. (поддержка,помощь) η υποστήριξη, η ενίσχυση, η επιδότηση 3. (пре-дусмотрение возможности чего-л. или длячего-л.) η εξασφάλιση, η διασφάλιση, η πρόβλεψη 4. (ответственность за реализацию)η εγγύηση, ο έλεγχος 5. (ЭВМ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обеспечение
-
17 снаряжение
1. (действие) о εφοδιασμός, η προμήθεια 2. (совокупность предметов, приспособлений и т.п.) о εξοπλισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снаряжение
-
18 теплоснабжение
ο εφοδιασμός με θέρμανση ή με ζεστό νερόцентрализованное - η κεντρική θέρμανση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > теплоснабжение
-
19 завоз
завозм ἡ προμήθεια, ὁ ἐφοδιασμός. -
20 заготовка
заготов||каж1. ὁ ἐφοδιασμός, ἡ ἐναποθήκευση·2. (сапожная) τό ψίδι. заготовлять несов см. заготавливать.
См. также в других словарях:
εφοδιασμός — ο (Α ἐφοδιασμός) [εφοδιάζω] παροχή εφοδίων, προμήθεια τών αναγκαίων σε κάποιον αρχ. γλωσσ. τού επισιτισμός … Dictionary of Greek
εφοδιασμός — ο παροχή μέσων για κάποιο σκοπό: Εξαιτίας της κακοκαιρίας ο εφοδιασμός των ορεινών χωριών με ζωοτροφές είναι δύσκολος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφοδιασμόν — ἐφοδιασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοπλισμός — ο 1. ο εφοδιασμός κράτους με όπλα και άλλα πολεμικά είδη απαραίτητα για τη διεξαγωγή πολέμου, η προετοιμασία για πόλεμο. 2. ο εφοδιασμός πολεμικού πλοίου με όλα τα αναγκαία για θαλασσοπλοΐα και για πόλεμο, η αρματωσιά, αρμάτωμα. 3. ο εφοδιασμός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξοπλισμός — ο (AM ἐξοπλισμός) [εξοπλίζω] 1. ο εφοδιασμός με όλα τα αναγκαία όπλα 2. ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ. 3. τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο εξοπλισμός τού εργαστηρίου», «εξοπλισμός τού σκάφους»,… … Dictionary of Greek
επάνδρωση — η [επανδρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επανδρώνω, η εγκατάσταση πληρώματος σε ένα σκάφος, ο εφοδιασμός του με πλήρωμα 2. (κατ επέκτ.) ο εφοδιασμός μιας υπηρεσίας με το αναγκαίο προσωπικό … Dictionary of Greek
ανεφοδιασμός — ο (κ. ανεφοδίασις) ο εκ νέου εφοδιασμός, η χορήγηση εφοδίων ώστε να μην υπάρχουν ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. ανεφοδίασις μαρτυρείται από το 1896 στο Λεξικό Στρατιωτιωτικών Όρων του Αντ. Θ. Ηπίτου] … Dictionary of Greek
ανθράκευση — η 1. η κατασκευή ξυλανθράκων 2. (για πλοία, ατμομηχανές) προμήθεια, εφοδιασμός με άνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακεύω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833), κατα το ύδρευση] … Dictionary of Greek
εξάρτι — και ξάρτι, το (συν. στον πληθ. εξάρτια και ξάρτια, τα) (Α ως επίθ. ἐξάρτιος, ον, Μ ἐξάρτιον, το) [εξαρτίζω] ναυτ. τα σχοινιά που είναι δεμένα σε σταθερά σημεία τού πλοίου και χρησιμεύουν για τη στήριξη τών ιστών νεοελλ. τα σχοινιά που συνδέουν… … Dictionary of Greek
εξάρτιση — η (AM ἐξάρτισις) [εξαρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιασμός με τα χρειώδη, εξοπλισμός πλοίου μσν. τμήμα ναυστάθμου όπου ναυπηγούνται ή επισκευάζονται πλοία αρχ. (για πολεμική μηχανή) προετοιμασία για βολή … Dictionary of Greek
εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων … Dictionary of Greek