-
21 обеспечениость
обеспечен||иостьж ί. ὁ ἐφοδιασμός, οἱ προμήθειες·2. (достаток) ἡ εὐπορία, ἡ εὐημερία. -
22 обмундирование
обмундир||ованиес1. (действие) ὁ ἐφοδιασμός μέ Ιματισμό·2. (одежда) ἡ στολή, ἡ ἐξάρτυση. -
23 оснащение
оснащ||ениес1. (действие) τό ἀρμάτω-μα (корабля)/ ὁ ἐφοπλισμός, ὁ ἐξοπλισμός (армии)/ тех. ὁ ἐφοδιασμός, ὁ ἐξοπλισμός·2. (совокупность средств) ὁ ἐξοπλισμός. -
24 перебой
перебо||йм \. (в работе и т. п.) ἡ διακοπή:\перебойи в снабжении ὁ μή κανονικός ἐφοδιασμός·2. мед. ἡ ἀρρυθμία, ἡ διάλειψις:пульс с \перебойями ὁ ἀνώμαλος σφυγμός. -
25 подвоз
подвозΆ ὁ ἐφοδιασμός, ἡ χορηγία. -
26 снабжение
снабжениес1. (действие) ὁ ἐφοδιασμός, ὁ ἀνεφοδιασμός/ ὁ (έπι)σιτισμός (продовольствием):\снабжение боеприпасами ὁ ἀνεφοδιασμός πυρομαχικών2. (оборудование, продукты и т. п.) τά ἐφόδια, οἱ προμήθειες. -
27 снаряжение
снаряжениес1. (действие) ἐφοδιασμός, ἡ ἐξάρτιση [-ις], ἡ ἐξάρτυση [-ις], τό ἀρμάτωμα (корабля, флота)·2. (вещи) τά ἐξαρτήματα, τά σύνεργα/ воен. ἡ ἐξάρτυση:воинское \снаряжение ἡ στρατιωτική ἐξάρτυση· конское \снаряжение ἡ ίπποσκευή. -
28 экипировка
экипи́р||овкаж!, (действие) ὁ ἐφοδιασμός, ἡ ἐξάρ-τυση [-ις]·2. (снаряжение) ἡ ἐξάρτυ-ση["ΐς]. ὁ ἐξοπλισμός. -
29 завоз
[ζαβόσ] ουσ. α. εφοδιασμός -
30 оснащение
[ασναστσιένιιε] ουσ. ο. εξοπλισμός, εφοδιασμός -
31 снабжение
[σναμπζιένιιε] ουσ. ο. εφοδιασμός -
32 снаряжение
[σναργιαζένιιε] ρ. εφοδιασμός, εξάρτυση -
33 экипировка
[εκιπιρόφκα] ουσ. θ. εφοδιασμός -
34 завоз
[ζαβόσ] ουσ α εφοδιασμός -
35 оснащение
[ασναστσιένιιε] ουσ ο εξοπλισμός, εφοδιασμός -
36 снабжение
[σναμπζιένιιε] ουσ ο εφοδιασμός -
37 снаряжение
[σναργιαζένιιε] ρ εφοδιασμός, εξάρτυση -
38 экипировка
[εκιπιρόφκα] ουσ θ εφοδιασμός -
39 амуниция
-и θ.παλ. εξάρτυση στρατιώτη. || εφοδιασμός με ιπποσκευή (ζεύκτρα). -
40 арсенал
-а α.1. οπλοστάσιο• οπλοφυλάκιο• οπλαποθήκη. || μεγάλο απόθεμα, εφοδιασμός.2. οπλοποιείο.
См. также в других словарях:
εφοδιασμός — ο (Α ἐφοδιασμός) [εφοδιάζω] παροχή εφοδίων, προμήθεια τών αναγκαίων σε κάποιον αρχ. γλωσσ. τού επισιτισμός … Dictionary of Greek
εφοδιασμός — ο παροχή μέσων για κάποιο σκοπό: Εξαιτίας της κακοκαιρίας ο εφοδιασμός των ορεινών χωριών με ζωοτροφές είναι δύσκολος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφοδιασμόν — ἐφοδιασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοπλισμός — ο 1. ο εφοδιασμός κράτους με όπλα και άλλα πολεμικά είδη απαραίτητα για τη διεξαγωγή πολέμου, η προετοιμασία για πόλεμο. 2. ο εφοδιασμός πολεμικού πλοίου με όλα τα αναγκαία για θαλασσοπλοΐα και για πόλεμο, η αρματωσιά, αρμάτωμα. 3. ο εφοδιασμός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξοπλισμός — ο (AM ἐξοπλισμός) [εξοπλίζω] 1. ο εφοδιασμός με όλα τα αναγκαία όπλα 2. ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ. 3. τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο εξοπλισμός τού εργαστηρίου», «εξοπλισμός τού σκάφους»,… … Dictionary of Greek
επάνδρωση — η [επανδρώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επανδρώνω, η εγκατάσταση πληρώματος σε ένα σκάφος, ο εφοδιασμός του με πλήρωμα 2. (κατ επέκτ.) ο εφοδιασμός μιας υπηρεσίας με το αναγκαίο προσωπικό … Dictionary of Greek
ανεφοδιασμός — ο (κ. ανεφοδίασις) ο εκ νέου εφοδιασμός, η χορήγηση εφοδίων ώστε να μην υπάρχουν ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. ανεφοδίασις μαρτυρείται από το 1896 στο Λεξικό Στρατιωτιωτικών Όρων του Αντ. Θ. Ηπίτου] … Dictionary of Greek
ανθράκευση — η 1. η κατασκευή ξυλανθράκων 2. (για πλοία, ατμομηχανές) προμήθεια, εφοδιασμός με άνθρακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακεύω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833), κατα το ύδρευση] … Dictionary of Greek
εξάρτι — και ξάρτι, το (συν. στον πληθ. εξάρτια και ξάρτια, τα) (Α ως επίθ. ἐξάρτιος, ον, Μ ἐξάρτιον, το) [εξαρτίζω] ναυτ. τα σχοινιά που είναι δεμένα σε σταθερά σημεία τού πλοίου και χρησιμεύουν για τη στήριξη τών ιστών νεοελλ. τα σχοινιά που συνδέουν… … Dictionary of Greek
εξάρτιση — η (AM ἐξάρτισις) [εξαρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιασμός με τα χρειώδη, εξοπλισμός πλοίου μσν. τμήμα ναυστάθμου όπου ναυπηγούνται ή επισκευάζονται πλοία αρχ. (για πολεμική μηχανή) προετοιμασία για βολή … Dictionary of Greek
εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων … Dictionary of Greek