Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ο+διευθυντής

  • 41 управляющий

    [ουπραβλγιάγιουστσιϊ] ουσ. α διευθυντής

    Русско-греческий новый словарь > управляющий

  • 42 директор

    [ντιριέκταρ] ουσ α διευθυντής

    Русско-эллинский словарь > директор

  • 43 дирижёр

    [ντιριζιόρ] ουσ α διευθυντής ορχήστρας

    Русско-эллинский словарь > дирижёр

  • 44 заведующий

    [ζαβιέντουγισυστσιϊ] ουσ α διευθυντής

    Русско-эллинский словарь > заведующий

  • 45 капельмейстер

    [καπιλ'μιέΐσπρ] ουσ α διευθυντής ορχήστρας

    Русско-эллинский словарь > капельмейстер

  • 46 начальник

    [νατσάλ'νικ] ουσ α προϊστάμενος, διευθυντής

    Русско-эллинский словарь > начальник

  • 47 управляющий

    [ουπραβλγιάγιουστσιϊ] ουσ α διευθυντής

    Русско-эллинский словарь > управляющий

  • 48 брандмайор

    α.
    παλ. διευθυντής πυροσβεστικής υπηρεσίας πόλης.

    Большой русско-греческий словарь > брандмайор

  • 49 велеть

    велю, велишь, ρ.δ.κ.σ. στον παρλθ. χρ. μόνο σ.
    διατάζω, ορίζω, προστάζω, εντέλλομαι• υπαγορεύω•

    директор -ел ο διευθυντής διέταξε•

    долг не -ит мне молчать το καθήκον δέν μου επιτρέπει να σιωπήσω.

    || παρακαλώ, αναθέτω, παραγγέλλω.

    Большой русско-греческий словарь > велеть

  • 50 директорствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    είμαι διευθυντής, ασκώ τα καθήκοντα του διευθυντή.

    Большой русско-греческий словарь > директорствовать

  • 51 дирижёр

    α.
    διευθυντής ορχήστοας, αρχιμουσικός, μαΐστρος.

    Большой русско-греческий словарь > дирижёр

  • 52 избач

    α.
    διευθυντής πολιτιστικού -διφωτιστικού ιδρύματος,στο χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > избач

  • 53 командир

    α.
    διοικητής•

    командир взвода διοικητής διμοιρίας (διμοιρίτης)•

    командир роты διοικητής λόχου•

    командир корабли κυβερνήτης πλοίου ή πλοίαρχος.

    || διευθυντής•

    -ы производства οι διευθυντές (υπεύθυνοι) της παραγωγής.

    Большой русско-греческий словарь > командир

  • 54 почтмейстер

    α. παλ.
    διευθυντής ταχυδρομείου.

    Большой русско-греческий словарь > почтмейстер

  • 55 правитель

    α.
    -ница, -ы θ.
    1. κυβερνήτης, -ήτρα.
    2. παλ. ιθύνων, διοικητής, διευθυντής.

    Большой русско-греческий словарь > правитель

  • 56 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 57 проскочить

    -скочу, -скочишь ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω τρέχοντας.
    2. (για χρόνο) παρέρχομαι, φεύγω γρήγορα. || εισέρχομαι, εισδύω γρήγορα•

    собака -ла в отверстие, которое было в заборе το σκυλί μπήκε γρήγορα μέσα από την τρύπα, που ήταν στο φράχτη.

    3. μτφ. εμφανίζομαι, βγαίνω στα φανερά• διολισθαίνω, ξεφεύγω.
    (απλ.) καταφέρνω να γίνω• αναρριχιέμαι•

    он -ил в директора τα κατάφερε να γίνει διευθυντής.

    Большой русско-греческий словарь > проскочить

  • 58 столоначальник

    α.
    παλ. • διευθυντής τμήματος ιδρύματος.

    Большой русско-греческий словарь > столоначальник

  • 59 управитель

    α.
    -ница, -ы θ. παλ. διοικητής, διευθυντής, -ύντρια.
    βλ. управляющий (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > управитель

  • 60 управляющий

    ουσ. από μτχ. διευθυντής, διαχειριστής• διοικητής.

    Большой русско-греческий словарь > управляющий

См. также в других словарях:

  • διευθυντής — ο (θηλ. διευθύντρια, η) [διευθύνω] 1. προϊστάμενος υπηρεσίας, επιχειρήσεως ή ιδρύματος 2. ανώτατος βαθμός τής ιεραρχίας τών δημόσιων υπαλλήλων …   Dictionary of Greek

  • διευθυντής — ο θηλ. διευθύντρια 1. ο προϊστάμενος μιας υπηρεσίας ή ενός ιδρύματος. 2. ανώτερος υπαλληλικός βαθμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαιτητής — Διευθυντής αθλητικού αγώνα, που επιβλέπει τη διεξαγωγή του ώστε να τηρούνται οι κανονισμοί. Ο δ. έχει, επομένως, το δικαίωμα να τιμωρεί τα σφάλματα και να επικυρώνει το τελικό αποτέλεσμα. Το έργο του δ. βοηθούν πάντα οι αξιωματούχοι του αγώνα (οι …   Dictionary of Greek

  • Κάραγιαν, Χέρμπερτ φον- — (Herbert von Karajan, Σάλτσμπουργκ 1908 – 1989). Αυστριακός διευθυντής ορχήστρας, ελληνικής καταγωγής. Σπούδασε στο Μοτσαρτέουμ του Σάλτσμπουργκ και μαθήτευσε κοντά στον Σαλκ ως διευθυντής ορχήστρας στη Βιέννη. Σε ηλικία 19 ετών διηύθυνε χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλιαμς, Τζον — (John Williams, Λονγκ Άϊλαντ 1932 –). Αμερικανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και διευθυντής ορχήστρας. Ο Γ. θεωρείται ο πιο διάσημος, ο πιο εμπορικός και πολυβραβευμένος κινηματογραφικός συνθέτης όλων των εποχών. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μάλερ, Γκούσταφ — (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρμπιρόλι, Τζον — (Sir John Barbirolli, Λονδίνο 1899 – 1970). Άγγλος διευθυντής ορχήστρας. Διακρίθηκε αρχικά ως βιολοντσελίστας στο Λονδίνο στις ορχήστρες του Queen’s Theatre και του Covent Garden. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως διευθυντής ορχήστρας το 1924 με ένα… …   Dictionary of Greek

  • Οικονομίδης, Φιλοκτήτης — (Αθήνα 1889 – 1957). Έλληνας αρχιμουσικός. Σπούδασε μουσικός στο Ωδείο Αθηνών και παράλληλα παρακολούθησε τη νομική σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών, στην οποία αργότερα ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Ο Ο. ξεκίνησε τη μουσική του σταδιοδρομία σε αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • Πουρνάρας, Ανδρέας — (1896 – 1972). Δημοσιογράφος, συγγραφέας και εκδότης από το Μεγάλο Χωριό της Ευρυτανίας. Εργάστηκε αρχικά ως συντάκτης, αρχισυντάκτης και διευθυντής ημερήσιων αθηναϊκών εφημερίδων. Διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Δημοσιογράφων (1931 34), ιδιοκτήτης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»