-
101 μελιχρούς
ους, ουν цвета мёда, янтарный -
102 μεταλλόχρους
ους, ουν металлический (о цвете, окраске) -
103 Μεφιστοφελής
(-ους) ο Мефистофель -
104 μικρόνους
ους, ουν см. μικρόμυαλος -
105 μιλτόχρους
ους, ουν, μιλτώδης, ης, ες уст. красного цвета -
106 μολυβδόχρους
ους, ουν свинцовый, свинцового цвета -
107 μονόχρους
ους, ουν, μονόχρώματος, η, ο см. μονόχρωμος -
108 νομομαθής
(-ους) ο, η законовед; юрист -
109 ομόχρους
ους, ουν, ομόχρωμος, ος, ον уст. имеющий одинаковый цвет -
110 όξος
(-ους и -εος) τό уксус -
111 οξύνους
ους, ουν сообразительный, смышлёный; проницательный -
112 οπαλλιόχρους
ους, ουν опалового цвета -
113 ουρανόχρους
ους, ουν, ούρανύς, ιά, ύ небесно-голубой -
114 πειθώ
-
115 πένθος
(-ους) τό1) скорбь; 2) траур;έχω πένθος — быть в трауре
-
116 πέος
(-ους) τό анат. мужской половой член -
117 πηρόπους
ους, ουν коротконогий -
118 πιστακόχρους
ους, ουν уст. фисташковый -
119 ποικιλόχρους
ους, ουν см. ποικιλόχρωμος -
120 πολύπους
ους, συν 1. имеющий много ножек, многоногий;2. (ο) 1) осьминог; 2) мед. полип
См. также в других словарях:
.ούς — οὕς , ὅς yas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὖς — Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
.ους — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.οῦς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑς — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὕς — ὅς yas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὗς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ … Dictionary of Greek
μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής … Dictionary of Greek