-
101 αὕτη
-
102 κατταύταν
ταύτᾱν, οὗτοςthis: fem acc sg (doric) -
103 ουτοιί
-
104 οὑτοιί
-
105 ουτοσί
-
106 οὑτοσί
-
107 ουτοσίν
-
108 οὑτοσίν
-
109 ταυτάν
-
110 ταυτᾶν
-
111 ταυτηί
-
112 ταυτῃί
-
113 ταύθ'
ταὐτά, ταὐτόςidentical: neut nom /voc /acc plταὐτά̱, ταὐτόςidentical: fem nom /voc /acc dualταὐτά̱, ταὐτόςidentical: fem nom /voc sg (doric aeolic)ταὐτέ, ταὐτόςidentical: masc voc sgταὐταί, ταὐτόςidentical: fem nom /voc pl——————ταῦτα, οὗτοςthis: neut nom /voc /acc pl -
114 ταύτ'
ταὐτά, ταὐτόςidentical: neut nom /voc /acc plταὐτά̱, ταὐτόςidentical: fem nom /voc /acc dualταὐτά̱, ταὐτόςidentical: fem nom /voc sg (doric aeolic)ταὐτέ, ταὐτόςidentical: masc voc sgταὐταί, ταὐτόςidentical: fem nom /voc pl——————ταὐτά, ταὐτόςidentical: neut nom /voc /acc plταὐτά̱, ταὐτόςidentical: fem nom /voc /acc dualταὐτά̱, ταὐτόςidentical: fem nom /voc sg (doric aeolic)ταὐτέ, ταὐτόςidentical: masc voc sgταὐταί, ταὐτόςidentical: fem nom /voc pl——————ταῦτα, οὗτοςthis: neut nom /voc /acc pl -
115 ταύτα
-
116 ταῦτα
-
117 ταύθ'
ταύτᾱͅ, οὗτοςthis: fem dat sg (doric aeolic) -
118 ταύτ'
ταύτᾱͅ, οὗτοςthis: fem dat sg (doric aeolic) -
119 ταύται
ταύτᾱͅ, οὗτοςthis: fem dat sg (doric aeolic) -
120 ταύταν
ταύτᾱν, οὗτοςthis: fem acc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
οὗτος — this masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek
οὕτος — ἔτος , ἔτος year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. — τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. См. Пальцем показывать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Alter Hercules = οὗτος ἄλλος Ἡρακλῆς. — См. Геркулес … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ταύταιν — οὗτος this fem dat dual οὗτος this fem gen dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τούτω — οὗτος this masc/neut gen sg (doric aeolic) οὗτος this masc acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοὖτος — οὗτος , οὗτος this masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑταιί — οὗτος this fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτηγί — οὗτος this fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)