Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

οὖς

  • 21 ухо

    I.
    (орган слуха и равновесия у человека и позвоночных животных) о ους, разг. το αυτί
    II.
    тех. (приспособление) о πρόβολος
    буксировочное - της ρυμούλκησης.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ухо

  • 22 цель

    1. (рлк.) о στόχ/ος
    ложная - ψευδής/ψεύτικος -
    радиолокационная - του ραδιοεντοπιστή, разг. - του ραντάρ
    2. (стремление достичь чего-л.) о σκοπ/ός, о στόχος
    η επιδίωξη
    прибор может быть использован для следующих - ей το όργανο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους παρακάτω - ούς
    - написания чего-л. η προθετικότητα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цель

  • 23 клык

    клык
    λι Ι.ό κυνόδους / τό σκυλόδοντο (у животных)·
    2. (бивень) ὁ χαυλιόδον-τας [-ους].

    Русско-новогреческий словарь > клык

  • 24 навострить

    навострить
    сов разг:
    \навострить у́ши τεντώνω τ'αὐτί μου, τείνω εὐήκοον ούς· \навострить лыжи τό κόβω λάσπη, τό βάζω στά πόδια \навостриться разг κάμνω πρρόδους σέ κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > навострить

  • 25 прясть

    прясть I
    несов κλώθω, γνέθω.
    прясть II
    несов (о животных):
    \прясть ушами τεντώνω τ' αὐτιά μου, τείνω τό ούς.

    Русско-новогреческий словарь > прясть

  • 26 средний

    средн||ий
    1. прил μεσαίος, μέσος:
    \среднийее у́хо стат. τό μέσον ούς·
    2. прил (взятый в среднем) μέσος:
    \среднийяя выработка ἡ μέση παραγωγή·
    3. прил (посредственный) разг μέτριος:
    \среднийие способности οἱ μέτριες ικανότητες·
    4. прил грам.:
    \средний род τό ούδέτερον γένος· \средний залог ἡ μέση φωνή ρήματος· ◊ \средний палец ὁ μεσαίος δάκτυλος· \среднийие века ὁ μεσαίων[ας]· \среднийее образование ἡ μέση ἐκπαίδευση· \среднийяя школа τό σχολεῖον μέσης ἐκπαιδεύσεως· 5.

    Русско-новогреческий словарь > средний

  • 27 троякий

    троякий
    прил τριπλός [-οῦς]:
    \троякий смысл ἡ τριπλή Εννοια, τό τριπλοῦν νόημα.

    Русско-новогреческий словарь > троякий

  • 28 загривок

    [ζαγκρίβοκ] ους. α. σβέρκος

    Русско-греческий новый словарь > загривок

  • 29 мудрствование

    ους.
    βλ. мудрость

    Большой русско-греческий словарь > мудрствование

  • 30 подделать

    ρ.σ.
    1. παραποιώ κιβδηλεύω•

    -подпись πλαστογραφώ υπογραφή•

    подделать монету παραχαράσσω νόμισμα•

    подделать ключ φτιάχνω αντικλείδι•

    подделать печать παραποιώ σφραγίδα.

    || νοθεύω•

    подделать вина νοθεύω το κρασί.

    2. στερεώνω από κάτω.
    1. απομιμούμαι•

    подделать под древнегрческих скульпторов απομιμούμαι, τους αρχαι-ους Ελληνες γλύπτες.

    || προσαρμόζομαι,.
    2. καλοπιάνω.

    Большой русско-греческий словарь > подделать

  • 31 подкрашивание

    ους.
    βλ. подкраска.

    Большой русско-греческий словарь > подкрашивание

  • 32 раздваивание

    ους.
    βλ. раздвоение.

    Большой русско-греческий словарь > раздваивание

  • 33 раздражение

    ους.
    1. ερεθισμός•

    раздражение кожи ερεθισμός του δέρματος•

    раздражение нерва ερεθισμός του νεύρου•

    острое раздражение οξύς ερεθισμός, εξε-ρεθισμός.

    2. θύμωμα, έξαψη, εξόργιση• αγρίεμα• νευρίασμα, εκνευρισμός•

    сказать с -ем λέγω θυμωμένα•

    прийти в раздражение θυμώνω, εξοργίζομαι•

    в -и στο θυμό, στην οργή.

    Большой русско-греческий словарь > раздражение

  • 34 ухо

    -а, πλθ. уши, ушей ουδ.
    1. το αυτί, το ους•

    у меня болит ухо μου πονά το αυτί•

    шум в ушах βουητό στ αυτιά•

    глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•

    внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•

    среднее ухо το μέσο αυτί•

    чесать ухо ξύνω το αυτί•

    длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.

    2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•

    уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.

    3. η βελονότρυπα.
    4. ακοή•

    медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•

    у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•

    музыкальное ухо μουσικό αυτί.

    εκφρ.
    ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•
    ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•
    навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•
    нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•
    пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•
    слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•
    дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•
    дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•
    в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•
    во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•
    в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•
    за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•
    за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•
    и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•
    краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•
    на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•
    над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•
    не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•
    не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•
    по уши влюбиться (врезатьсяκ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•
    уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•
    в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•
    и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν).

    Большой русско-греческий словарь > ухо

См. также в других словарях:

  • .ούς — οὕς , ὅς yas masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὖς — Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • .ους — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .οῦς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑς — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕς — ὅς yas masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὗς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ …   Dictionary of Greek

  • μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»