-
81 εύνους
ους, ουν уст. благожелательный, благосклонный, дружелюбный, доброжелательный -
82 εύχρους
ους, ουν, εύχρωμος, ος, ον имеющий здоровый, цветущий, свежий вид -
83 ηρανθές
(-ούς) τό примула -
84 ιδεώδες
(-ους) τό см. ιδανικό[ν] 1 -
85 ιδιόχρους
ους, ουν, ιδιόχρωμος, η, ο [ος, ον ] имеющий свой характерный цвет -
86 ιόχρους
ους, ουν фиолетовый -
87 ίχνος
(-ους) τό1) прям., перен. след;ίχνη των ζώων — следы животных;
ίχνη τροχών — следы колёс;
ίχνη εγκλήματος — следы преступления;
εξαφανίζω τα ίχνη — заметать следы;
αφήνω ανεξίτηλο ίχνος — оставить неизгладимый след;
2) капелька, чуточка, крошечка;ούτε ίχνος αλήθειας — ни капли истины;
§ βαδίζω στα ( — или επί τα) ίχνη κάποιου — идти следом за кем-л.; — идти по стопам кого-л.;
πηγαίνω στα φρέσκα ίχνη — идти по горячим следам;
ακολουθώ τα ίχνη κάποιου — а) идти следом, по пятам кого-л.; — б) идти по стопам кого-л.
-
88 καστανόχρους
ους, ουν, καστανόχρωμος, η, ο 1. каштанового цвета, каштановый;2. (ο, η) см. καστανομάλλης -
89 κεραμόχρους
-
90 κερασόχρους
-
91 κηρόχρους
-
92 κλέος
(-ους) τό слава -
93 κουφόνους
ους, ουν см. κουφόμυαλος -
94 κρεατόχρους
-
95 κρυψίνους
ους, ουν1) скрытный; 2) неискренний, притворный, лицемерный; коварный -
96 κυνόδοντας
[-ους (-οντος)] ο клык -
97 λεπτόπους
ους, ουν тонконогий -
98 λεχώ
(-ούς), λεχώνα η еж. λεχούσα -
99 μάκρος
(-ους,-ου) τό1) длина;στο μάκρος — или του μάκρου(ς) — в длину;
πέντε μέτρα μάκρος — пять метров в длину;
2) см. μάκρεμα 1;3) длительность, продолжительность;τραβάει ( — или πάει) σε μάκρος — долго длиться, затягиваться;
αυτή η δουλειά πήρε μάκρος — эта работа затянулась;
4) πλ. огромное пространство, простор;της θάλασσας τα μάκρη — морской простор
-
100 μεγαλόνους
ους, ουν гениальный
См. также в других словарях:
.ούς — οὕς , ὅς yas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὖς — Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
.ους — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.οῦς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑς — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὕς — ὅς yas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὗς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ … Dictionary of Greek
μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής … Dictionary of Greek