-
61 ουρανούς
-
62 οὐρανούς
-
63 ουρανώι
-
64 οὐρανῶι
-
65 ουρανών
οὐράνηchamber-pot: fem gen plοὐρανόςheaven: masc gen plοὐρανόωremove to heaven: pres part act masc voc sg (doric aeolic)οὐρανόωremove to heaven: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)οὐρανόωremove to heaven: pres part act masc nom sgοὐρανόωremove to heaven: pres inf act (doric) -
66 οὐρανῶν
οὐράνηchamber-pot: fem gen plοὐρανόςheaven: masc gen plοὐρανόωremove to heaven: pres part act masc voc sg (doric aeolic)οὐρανόωremove to heaven: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)οὐρανόωremove to heaven: pres part act masc nom sgοὐρανόωremove to heaven: pres inf act (doric) -
67 ουρανέ
-
68 οὐρανέ
-
69 ουρανόν
-
70 οὐρανόν
-
71 ουρανόφι
-
72 οὐρανόφι
-
73 ωρανώ
-
74 ὠρανῶ
-
75 ωρανόν
-
76 ὠρανόν
-
77 ωρανός
-
78 ὠρανός
-
79 αἰεί
αἰεί, αἰέν, ᾰεί (ἀέ coni. Hermann, P. 9.88)1 always, everaαἰεὶ μενοινῶν O. 1.58
φιλεῖ δέ μιν Παλλὰς αἰεί O. 2.27
ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.61
αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.15
μέγα τοι κλέος αἰεί O. 8.10
ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί O. 9.56
θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοιαἰεὶ μένεινΔωριεῖς P. 1.64
Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67
εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν P. 1.90
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός P. 2.72
τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο P. 4.256
ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται (coni. Hermann: αἰεὶ, ἀεὶ codd.; ἅμα Bergk.) P. 9.88 ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (Hermann: αἰεὶ codd.) N. 6.3ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας N. 7.39
παιδῶν δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100
ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί (Tricl.: αἰεὶ codd.) N. 8.22θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.4
διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.13
ἀεὶ θάλλει Pae. 2.52
b at any time τὸ δ' αἰεὶ παρά-μερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.99
οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ P. 2.75
τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω P. 3.108
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων (Byz.: ἀεὶ codd.) N. 6.55c frag. ]τιν ἀεὶ πρ[ Πα. 13a. 19. ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται αἰεὶ<—>† (locum cruce notavit Snell.) Θρ. 7. 9. -
80 αἰέν
αἰεί, αἰέν, ᾰεί (ἀέ coni. Hermann, P. 9.88)1 always, everaαἰεὶ μενοινῶν O. 1.58
φιλεῖ δέ μιν Παλλὰς αἰεί O. 2.27
ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.61
αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.15
μέγα τοι κλέος αἰεί O. 8.10
ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί O. 9.56
θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοιαἰεὶ μένεινΔωριεῖς P. 1.64
Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67
εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν P. 1.90
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός P. 2.72
τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο P. 4.256
ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται (coni. Hermann: αἰεὶ, ἀεὶ codd.; ἅμα Bergk.) P. 9.88 ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (Hermann: αἰεὶ codd.) N. 6.3ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας N. 7.39
παιδῶν δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100
ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί (Tricl.: αἰεὶ codd.) N. 8.22θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.4
διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.42
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.13
ἀεὶ θάλλει Pae. 2.52
b at any time τὸ δ' αἰεὶ παρά-μερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.99
οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ P. 2.75
τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω P. 3.108
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων (Byz.: ἀεὶ codd.) N. 6.55c frag. ]τιν ἀεὶ πρ[ Πα. 13a. 19. ὀδμὰ δ' ἐρατὸν κατὰ χῶρον κίδναται αἰεὶ<—>† (locum cruce notavit Snell.) Θρ. 7. 9.
См. также в других словарях:
Οὐρανός — heaven masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανός — heaven masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
ουρανός — ο 1. το άπειρο διάστημα όπου κινούνται τα ουράνια σώματα. 2. ο ουράνιος θόλος σε κάθε τόπο της Γης: Με τ ουρανού το ρόδισμα ξεκινήσαμε. 3. ουράνια περιοχή, ως κατοικία θεών και ψυχών: Ο Θεός βρίσκεται στους Ουρανούς. 4. μτφ., το επιστέγασμα κάθε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ουρανός, Μιχαήλ — (11ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ο θείος του αυτοκράτορας Μιχαήλ ΣΤ’ ο Στρατιωτικός, τον διόρισε στρατηγό διοικητή της Αντιόχειας αντί του στρατηγού Κατακαλών Κεκαυμένου. θέλοντας μάλιστα να του προσδώσει κύρος και αίγλη, τον ονόμασε Ο., επειδή… … Dictionary of Greek
Ουρανός, Νικηφόρος — (10ος 11ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασίλειου B’ (976 1025). Ως αρχηγός των βυζαντινών στρατευμάτων των ευρωπαϊκών επαρχιών, στάλθηκε από τον αυτοκράτορα εναντίον του ηγεμόνα των Βουλγάρων Σαμουήλ, που… … Dictionary of Greek
Νικηφόρος Ουρανός — Βυζαντινός στρατηγός. Βλ. λ. Ουρανός. Επώνυμο Βυζαντινών στρατηγών … Dictionary of Greek
Уран в мифологии — (Ούρανός небо) в греческой мифологии сын и супруг Геи (Земли), отец титанов, киклопов и сторуких исполинов (гекатонхейров). Так как он не позволял своим детям видеть свет и скрывал их в недрах земли, то Гея возмутила против него детей, и младший… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Уран (миф.) — (Ούρανός небо) в греческой мифологии сын и супруг Геи (Земли), отец титанов, киклопов и сторуких исполинов (гекатонхейров). Так как он не позволял своим детям видеть свет и скрывал их в недрах земли, то Гея возмутила против него детей, и младший… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Οὐρανοῖο — Οὐρανός heaven masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανοῖο — οὐρανός heaven masc gen sg (epic) οὐρανόω remove to heaven pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)