-
1 σχολη
I.дор. σχολά (ᾰ) ἥ1) досуг, свободное время(σχολέν ἔχειν Eur., Xen.)
οὐ σ. αὐτῷ Plat. — ему некогда;2) освобождение, свобода, отдых(τινος Soph., Eur. и ἀπό τινος Xen., Plat.)
τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων ἄγειν σχολήν Plat. — быть свободным от прочих занятий3) праздность, бездействие Soph.σ., τερπνὸν κακόν Eur. — праздность, приятное зло
4) медлительность, промедлениеμέ σχολέν τίθει Aesch. — не медли;
οὐ σχολῆς τόδ΄ ἔργον Eur. — это не терпит отлагательства5) занятие на досуге, ученая беседа, тж. умственный труд(φιλονεικεῖν ἐν ταῖς σχολαῖς Plat.)
6) учебное занятие, упражнение, лекция(ἀκούσματα καὴ σχολαί Plut.)
7) сочинение, трактат(σχολέν περί τινος γράψασθαι Plut.)
8) школа(αἱ σχολαὴ τῶν φιλοσόφων Plut.). - см. тж. σχολῇ
II.adv.1) медленно, неторопливоἤνυτον σ. βραδύς Soph. — я медленно шел
2) медлительно, непроворно(πορεύεσθαι Xen.)
3) (тж. в ответах) с трудом, едва ли, вряд лиσ. ἄν τι ἄλλο Plat. — едва ли что-л. иное,
4) совсем нет, нисколько5) тем менееεἰ αὗται μέ ἀκριβεῖς εἰσι, σ. αἵ γε ἄλλαι Plat. — если эти (ощущения) не точны, то тем менее (точны) другие
См. также в других словарях:
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Τζιγάλας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αζαρίας (Σαντορίνη 1660 – 1740). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και δίδαξε αργότερα και ο ίδιος (1709 11). Διετέλεσε δάσκαλος των παιδιών του άλλοτε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Ρακοβίτζα και μετά του… … Dictionary of Greek
Καλλίνικος, Κωνσταντίνος — (Αλάτσατα Σμύρνης 1870 – 1940). Κληρικός, θεολόγος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και εφημέριος στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη και από το 1904 ως προϊστάμενος της ελληνικής κοινότητας του… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Μοσχοπολίτης — (18ος αι.). Λόγιος κληρικός από τη Μοσχόπολη. Διετέλεσε δάσκαλος στην πατρίδα του και το 1753 φοίτησε στην Αθωνιάδα σχολή, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας από τον Ευγένιο Βούλγαρι. Αργότερα διδάχτηκε τη λατινική γλώσσα στην Ουγγαρία και… … Dictionary of Greek