-
1 clairement
σαφώς -
2 zřetelně
σαφώς -
3 distinctly
σαφώς -
4 jasno
σαφώς -
5 Clearly
adv.( Know or speak) clearly: P. and V. σαφῶς, Ar. and V. σάφα (rare P.), V. τορῶς, τρανῶς, σκεθρῶς, Ar. and P. καθαρῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Clearly
-
6 Distinctly
adv.Expressly: P. διαρρήδην.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Distinctly
-
7 ясно
ясно 1. нареч. καθαρά, φανερά; σαφώς (чётко)' \ясно видеть βλέπω ξεκάθαρα 2. предик.: \ясно, что... είναι φανερό ότι...* * *1. нареч.καθαρά, φανερά; σαφώς ( чётко)2. предик.я́сно ви́деть — βλέπω ξεκάθαρα
я́сно, что... — είναι φανερό ότι…
-
8 определенно
определенн||онареч ὠρισμένως, σίγουρα / σαφώς, ξεκάθαρα (ясно, четко):\определенно знать что-л. γνωρίζω κάτι σίγουρα· \определенно высказываться ἐκφράζω σαφώς τή(ν) γνώμη μου. -
9 Plainly
adv.Simply: P. and V. ἁπλῶς.Candidly: P. and V. ἁπλῶς, ἄντικρυς, ἐλευθέρως.Outspokenly: P. μετὰ παρρησίας, V. παρρησίᾳ.Speak plainly, v.: P. παρρησιάζεσθαι.Intelligibly: P. and V. γνωρίμως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plainly
-
10 вразумительно
вразумительнонареч καθαρά, κατανοητά, σαφῶς, πειστικά. -
11 толком
толкомнареч καθαρά, κατανοητά, σαφώς:поговорить \толком (ό)μιλώ κατανοητά. -
12 широко
широконареч πλατειά, φαρδειά, εὐρέως, σαφώς, διαρρήδην:смотреть \широко раскрытыми глазами κοιτάζω μέ ὁρθάνοιχτα μάτια· \широко улыбаться χαμογελώ πλατειά· ◊ \широко смотреть на вещи ἐξετάζω τά πράγματα πλατειά· \широко жить κάνω πολυέξοδη ζωή. -
13 ясно
ясно1. нареч (отчетливо) καθαρά, εὐκρινώς, σαφώς:\ясно выраженный εὐκρι-νής, σαφής· \ясно ви́деть βλέπω καθαρά· \ясно представлять ἔχω ξεκάθαρη ἀντίληψη· \ясно говорить μιλώ καθαρά· коротко и \ясно καθαρά καί ξάστερα, ὁρθά κοφτά·2. предик безл (понятно):\ясно, что εἶναι φανερό, ἐννοείται· \ясно без слов αὐτό ἐννοείται, αὐτό ἐξυπακούεται· \ясно, как день εἶναι φως φανερό·3. предик безл (о погоде) ὁ καιρός εἶναι αίθριος·4. утвердит, частица (в смысле «конечно») разг ἀσφαλώς, βεβαίως, βέβαια -
14 definitely
adverb (clearly or certainly: She definitely said I wasn't to wait; Her dress is definitely not red.) ρητά,σαφώς -
15 distinctly
adverb He pronounces his words very distinctly; I distinctly heard him tell you to wait!) ευκρινώς,σαφώς -
16 positively
1) (in a positive way: He stated positively that he was innocent.) κατηγορηματικά2) (absolutely; completely: He is positively the nastiest person I know.) σίγουρα,σαφώς -
17 вразумительно
επίρ.κατανοητά, σαφώς• μελετημένα• λογικά. -
18 живо
επίρ.1. ζωντανά, παραστατικά. || καθαρά, σαφώς, με σαφήνεια•он живо помнит все события αυτός θυμάται όλα τα γεγονότα λεπτόμερέστατα.
2. έντονα, (στα) γερά, φόρτσα.3. ζωηρά, με ζωντάνια, με σφρίγος.4. γρήγορα, γοργά, ταχιά, σβέλτα• -! -ей γρήγορα! επίσπευσε! σπεύδε! -
19 заведомо
επίρ.προφανώς, πρόδηλα• σαφώς. -
20 определённо
επίρ.ορισμένα, οριστικά, σίγουρα. || σαφώς, ξεκάθαρα.
См. также в других словарях:
σαφώς — σαφῶς ΝΑ επιρρ. βλ. σαφής … Dictionary of Greek
σαφῶς — σαφής clear adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐ μάντις ἐιμἰ τ’ ἀφανῆ γνῶσαι σαφῶς. — οὐ μάντις ἐιμἰ τ’ ἀφανῆ γνῶσαι σαφῶς. См. Эдип … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λοβός — Σαφώς οροθετημένη υποδιαίρεση ενός οργάνου, για παράδειγμα, του εγκεφάλου, του ήπατος, των πνευμόνων, του θυρεοειδούς, της υπόφυσης κλπ. Τα όρια είναι συνήθως ανατομικές δομές, όπως διαφράγματα, αύλακες ή σχισμές. Επίσης, έτσι ονομάζεται η… … Dictionary of Greek
σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
NORUNT Fideles — seu Quod norunt fideles seu Norunt initiati quod dicitur, ἴσασιν οἱ μεμυγμένος, formula frequens in Patrum scriptis, in mentione potissimum Sacramentorum usu trita. In unius Chrysostomi Homiliis aliisque scriptis minimum quinquaginta in locis… … Hofmann J. Lexicon universale
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Slavic dialects of Greece — Infobox Language name=Slavic dialects of Greece nativename= bălgarski / makedonski familycolor=Indo European states=Greece speakers=20,000 (2008)Στη Δυτική Μακεδονία, κυρίως στις περιοχές της Φλώρινας, της Καστοριάς, της Βέροιας και του Κιλκίς… … Wikipedia
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek