-
21 один...
один||...другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται. -
22 сторона
сторон||аж1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία! -
23 устрашать
устрашатьнесов, устрашить сов (κατα)τρομάζω (μεν.), φοβίζω, φοβερίζω. -
24 кто
αντων.1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•
кто идёт? ποιος έρχεται;•
кто там ποιος είν εκεί;•
о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•
кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);
2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•
кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•
кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•
кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.
3. αόρ. κάποιος, κανένας•если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•
не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...
4. αναφρ. όποιος•тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.
εκφρ.кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•кто что – όποιος όποιο η ό,τι•кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•хоть кого – οποιονδήποτε•спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του. -
25 прикус
-а α.το κάθισμα των δοντιών των μεν επί των δε. -
26 хоппер
-а α.φορτηγό βαγόνι αυτοεκφορτωνο μεν ο. -
27 Action
subs.The hands of the young are braced for action: V. νέων τοι δρᾶν μὲν ἔντονοι χέρες (Eur., frag.).Bring action against: P. εἰς ἀγῶνα καθιστάναι (acc.).Virtue, power (of drugs, etc.): V. δύνασις, ἡ, ἰσχύς, ἡ.Battle: P. and V. ἔργον, τό.Put ships out of action: P. ναῦς ἄπλους ποιεῖν (Thuc. 7, 34).Some seven ( ships) were put out of action: P. ἑπτά τινες ἄπλοι ἐγένοντο (Thuc. 7, 34).Action, as opposed to passivity: P. πρᾶξις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Action
-
28 Advanced in years
adj.Use P. πόρρω τῆς ἡλικίας, προβεβληκὼς τῇ ἡλικίᾳ.His life is already far advanced: V. πρόσω μὲν ἤδη βίοτος (Eur., Hipp. 795).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Advanced in years
-
29 Affect
v. trans.Move, touch: P. κατακλᾶν, P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. ἀνθάπτεσθαι (gen.), θιγγάνειν (gen.), ψαύειν (gen.).Overcome: P. and V. θέλγειν (Plat. but rare P.), τέγγειν (Plat. but rare P.), V. μαλθάσσειν, νικᾶν, Ar. and V. μαλάσσειν.Dispose: P. διατιθέναι.Well affected: P. εὖ διακείμενος, P. and V. εὔνους.Be affected, moved: P. μαλακίζεσθαι, κατακάμπτεσθαι, V. μαλθακίζεσθαι, P. and V. κάμπτεσθαι.Influence: P. and V. ῥοπὴν ἔχειν (gen.).Be affected, feel: P. and V. πάσχειν.Be similarly affected: P. ταὐτὸν συμπάσχειν.How you have been affected by my accusers I know not: P. ὅ,τι μεν ὑμεῖς... πεπόνθατε ὑπὸ τῶν ἐμῶν κατηγόρων, οὐκ οἶδα (Plat., Ap. 17A).——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Affect
-
30 Another
adj.P. and V. ἄλλος.Of two: P. and V. ἕτερος.Another's, belonging to or of another: P. and V. ἀλλότριος, V. θυραῖος, e.g.another's prosperity: V. ὁ θυραῖος ὄλβος (Æsch., Ag. 837).Of another country: P. ἀλλοδαπός (Xen.).Of another kind: P. ἀλλοῖος.At another place: see Elsewhere.At another time: P. and V. ἄλλοτε.Hereafter: P. and V. εἰσαῦθις.At one time... at another: P. τότε μέν... τότε δέ; see under Time.One another: P. and V. ἀλλήλους (acc. pl.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Another
-
31 Appearance
subs.Apparition: P. and V. φάσμα, τό, εἰκών, ἡ, εἴδωλον, τό, φάντασμα, τό, V. σκιά, ἡ, ὄψις, ἡ, δόκησις, ἡ.Approach: Ar. and P. πρόσοδος, ἡ.Preserve: P. and V. παρουσία, ἡ.Arrival: P. ἄφιξις, ἡ.Make one's appearance: P. and V. φαίνεσθαι, ἐκφαίνεσθαι (Plat.).Appearance, pretence, opposed to reality: P. and V. σχῆμα, τό, πρόσχημα, τό.Semblance: P. and V. δόκησις, ἡ, V. δόκημα, τό.What people think: P. and V. δόξα, ἡ.Under the appearance of: P. ἐπὶ προφάσει (gen.).They send a man faithful to them and to all appearance no less friendly to the Syracusan generals: πέμπουσιν ἄνδρα σφίσι μὲν πιστὸν τοῖς δὲ τῶν Συρακοσίων στρατηγοῖς τῇ δοκήσει οὐχ ἧσσον ἐπιτήδειον (Thuc. 6, 64).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Appearance
-
32 Attribute
v. trans.P. and V. ἀναφέρειν (τί τινι or εἴς τινα), προστιθέναι (τί τινι), αἰτιᾶσθαι (τινός τινα), ἐπαιτιᾶσθαι (τινός τινα), Ar. and P. ἐπαναφέρειν (τι εἴς τινα), ανατιθέναι (τί τινι), V. αἰτίαν νέμειν (τινός τινι).——————subs.Peculiar quality: P. and V. ἴδιον, τό.Part: P. and V. μέρος, τό.I must endeavour to say what is the attribute of each divinity: P. ἃ ἑκάτερος εἴληχε πειρατέον εἰπεῖν (Plat., Symp. 180E).You appear unwilling to explain the essential nature of righteousness, but to state a certain attribute of it: P. κινδυνεύεις τὴν μὲν οὐσίαν (τοῦ ὁσίου) οὐ βούλεσθαι δηλῶσαι, πάθος δέ τι περὶ αὐτοῦ λέγειν (Plat., Euth. 11A).We shall find all things despised except such as have received a share in this attribute ( beauty): P. εὑρήσομεν πάντα καταφρονούμενα πλὴν ὅσα ταύτης τῆς ἰδέας κεκοίνωκε (Isoc. 216E).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Attribute
-
33 Before
prep.Of place: P. and V. πρό (gen.), πρόσθεν (gen.), ἐπίπροσθεν (gen.), Ar. and P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πάρος (gen.), πάροιθε (gen.), πάροιθεν (gen.), πρόσθε (gen.).Of time: P. and V. πρό (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πρόσθεν (gen.) (also Xen. but rare P.), πρόσθε (gen.), πάρος (gen.), πάροιθεν (gen.), πάροιθε (gen.).Of preference or superiority: P. and V. πρό (gen.), ἐπίπροσθεν (gen.), V. πάρος (gen.), πρόσθε (gen.), πάροιθεν (gen.), πάροιθε (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.).In the presence of: P. and V. ἐναντίον (gen.), V. ἀντίον (gen.).Appear before (a judge, etc.): P. and V. εἰσέρχεσθαι εἰς or πρός (acc.).(Speak, plead) before: P. and V. ἐν (dat.).Leochares is the cause of my speaking before you: P. αἴτιος μέν ἐστι Λεωχαρὴς τοῦ... ἐμὲ λέγειν ἐν ὑμῖν (Dem. 1080).The citizens will become beller with this as an example before them: P. τούτῳ παραδείγματι χρώμενοι βελτίους ἔσονται οἱ πολῖται (Lys. 140).The day before: P. τῇ προτεραίᾳ (gen. or absol.).On the day before the trial: P..τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης (Plat., Phaedo, 58A).——————adv.Of place: P. and V. πρόσθεν, ἐπίπροσθεν, P. ἔμπροσθεν.Of time: P. and V. πρόσθεν, πρίν, τὸ πρίν, πρὸ τοῦ, πρότερον, P. ἔμπροσθεν, Ar. and V. πάρος, V. πάροιθεν τὸν πρὸ τοῦ χρόνον.Already: P. and V. ἤδη.——————conj.The day before he set sail: P. τῇ προτεραίᾳ ἢ ἀνήγετο (Lys. 153).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Before
-
34 Better
adj.Better in health: P. ῥᾴων.Be better in health, v.: ῥαΐζειν.——————adv.More, rather: P. and V. μᾶλλον.Think better of: see Reconsider, Repent.Think better of it: V. φρόνησιν... λῴω... λαβεῖν (Soph., Phil. 1078).If they listen to our representations so much the better: P. ἢν μὲν εἰσακούσωσί τι πρεσβευομένων ἡμῶν ταῦτα ἄριστα (Thuc. 1, 82).All the better: P. τοσούτῳ ἄμεινον.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Better
-
35 Blood
subs.Be related by blood: P. and V. γένει προσήκειν; see descent, relationship.The barbed weapons of the men drew no blood: V. τοῖς μὲν γὰρ οὐχ ᾕμασσε λογχωτὸν βέλος (Eur., Bacch. 761).In cold blood: P. and V. ἐκ προνοίας (lit., of set purpose).Stain with blood, v. trans.: P. and V. αἱματοῦν (Thuc. in pass.), καθαιμάσσειν (Plat.), Ar. and V. καθαιματοῦν, V. φοινίσσειν, ἐκφοινίσσειν, αἱμάσσειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blood
-
36 Blow
subs.P. and V. πληγή, ἡ, V. πλῆγμα, τό.Wound: P. and V. τραῦμα, τό.Blow of the sword: V. φασγάνου τομαί, αἱ.Blow of fortune: P. and V. συμφορά, ἡ. P. ἀτύχημα, τό, δυστύχημα, τό, πταῖσμα, τό, V. πληγή, ἡ.At one blow,: V. ἐν μιᾷ πληγῇ.Come to blows ( with): P. and V. συμβάλλειν (dat.), διὰ μάχης ἰέναι (dat.), μάχην συνάπτειν (dat.), εἰς χεῖρας ἔρχεσθαι (absol.), P. συμμιγνύναι (dat.).Thrasybulus strikes Phrynichus and fells him with a blow: P. ὁ μὲν Θρασύβουλος τύπτει τὸν Φρύνιχον καὶ καταβάλλει πατάξας (Lys. 136).The capture of Plemmyrium was a crushing blow to the Athenian force: P. ἐν τοῖς πρῶτον ἐκάκωσε τὸ στράτευμα τὸ τῶν Ἀθηναίων ἡ τοῦ Πλημμυρίου λῆψις (Thuc. 7, 24).We must bear the blows of fortune: P. φέρειν χρὴ τὰ δαιμόνια.Blow of fortune: P. παρὰ τῆς τύχης ἐναντίωμα τό (Dem. 328).They are gone without a blow: V. φροῦδοι δʼ ἄπληκτοι (Eur., Rhes. 814).Take without striking a blow: P. αὐτοβοεὶ αἱρεῖν (acc.).——————v. trans.Extend by blowing: P. and V. φυσᾶν (also used of musical instruments).Of the wind: P. and V. φέρειν.Blow the nose: P. and V. ἀπομύσσεσθαι (Xen.; Eur., Cycl., also Ar.).——————v. intrans.Of the wind: P. and V. πνεῖν, ἐκπνεῖν.If the wind should blow from the gulf: P. εἰ ἐκπνεύσειεν ἐκ τοῦ κολποῦ τὸ πνεῦμα (Thuc. 2, 84).When the trumpet blew: P. ἐπεὶ ἐσάλπιξε (Xen.).Blow about: P. and V. φέρειν, διαφέρειν.V. intrans. V. ᾄσσεσθαι.Blow away: P. διαφυσᾶν.Blow out, extend by blowing: P. and V. φυσᾶν.Blow up, throw up by blowing: P. ἀναφυσᾶν.Shatter: P. and V. ῥηγνύναι.V. intrans. P. and V. ῥήγνυσθαι.Blow upon: V. ἐμπνεῖν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blow
-
37 Braced up
adj.met., P. and V. ἔντονος, σύντονος.The hands of the young are braced for action: V. νέων τοι δρᾶν μὲν ἔντονοι χέρες (Eur., frag.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Braced up
-
38 Care
subs.Attention, regard: P. ἐπιμέλεια, ἡ, Ar. and P. μελέτη, ἡ, P. and V. θεραπεία, ἡ, θεράπευμα, τό (Eur., H.F. 633), ἐπιστροφή, ἡ, σπουδή, ἡ, V. ὤρα, ἡ, ἐντροπή, ἡ.Forethought: P. and V. πρόνοια, ἡ, P. προμήθεια, ἡ, V. προμηθία, ἡ.Caution: P. and V. εὐλάβεια, ἡ, P. φυλακή, ἡ.Exactness: P. ἀκρίβεια, ἡ.Object of care: Ar. and V. μέλημα, τό, V. τρίβη, ἡ.Beware of: P. and V. φυλάσσεσθαι (acc.), εὐλαβεῖσθαι (acc.), ἐξευλαβεῖσθαι (acc.), P. διευλαβεῖσθαι (acc.); see care for.Take care that: P. and V. φροντίζειν ὅπως (aor. subj., or fut. indic.), P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (aor. subj., or fut. indic.), Ar. and P. τηρεῖν ὅπως (aor. subj., or fut. indic.); see also Mind.——————v. intrans.I do not care: P. and V. οὔ μοι μέλει.I care not if the whole city saw me: V. μέλει μέν οὐδέν εἴ με πᾶσʼ εἶδεν πόλις (Eur., H.F. 595).Care to, wish to (with infin.): P. and V. βούλεσθαι.Care for, love: see Love.Pay regard to: Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, P. and V. ἐπιστρέφεσθαι (gen.), φροντίζειν (gen.), ἐντρέπεσθαι (gen.) (Plat. but rare P.), τημελεῖν (acc. or gen.) (Plat. but rare P.), V. μέλεσθαι (gen.), ὥραν έχειν (gen.).Be anxious about: P. and V. κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), V. προκήδεσθαι (gen.).Value: P. and V. κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, V. ἐναριθμεῖσθαι, Ar. and V. προτιμᾶν (gen.).For all they cared I was sent away homeless and proclaimed an exile: V. ἀνάστατος αὐτοῖν (dat.) ἐπέμφθην κἀξεκηρύχθην φυγάς (Soph., O.C. 429).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Care
-
39 Centre in
v.Depend on: P. ἀρτᾶσθαι ἐκ (gen.); see depend on.All evils centre in a long old age: V. πάντʼ ἐμπέφυκε τῷ μακρῷ γήρᾳ κακά (Soph., frag.).Much wisdom is centred in short speech: V. βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά (Soph., frag.).All that I spoke of is centred in this.: V. ἐνταῦθα γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται (Soph., O.C. 585).Your pain centres in one only and in him alone: V. τὸ μὲν γὰρ ὑμῶν ἄλγος εἰς ἕνʼ ἔρχεται μόνον καθʼ αὑτόν (Soph., O.R. 62).Be centred in oneself: P. εἰς ἑαυτὸν συλλέγεσθαι καὶ ἀθροίζεσθαι (Plat., Phaedo, 83A).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Centre in
-
40 Chain
subs.Chains of brass: V. χαλκεύματα, τά.Fetter: P. and V. πέδη, ἡ.Series: P. and V. διαδοχή, ἡ.Events long-past I have found to be as I have related, though they involve difficulties as far as trusting every link in the chain of evidence: P. τὰ μὲν οὖν παλαιὰ τοιαῖτα εὖρον χαλεπὰ ὄντα παντὶ ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι (Thuc. 1, 20).Put in chains, v. trans.: P. and V. δεῖν, δεσμεύειν.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chain
См. также в других словарях:
μέν — indeed indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… … Dictionary of Greek
Μεν ντε Μπιράν, Φρανσουά Πιερ — (Francois Pierre Maine de Biran, Μπερζεράκ, 1766 – Γκρατλού, Παρίσι 1824). Γάλλος φιλόσοφος. Είχε σπουδάσει ιατρική και βρισκόταν στις Βερσαλλίες, στην υπήρεσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ κατά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Τα γεγονότα που είδε… … Dictionary of Greek
Μεν, Ζαν ντε- — (Jean de Meun, περ. 1240 – 1305). Γάλλος ποιητής. Συνέχισε το ποίημα Μυθιστόρημα του ρόδου, προσθέτοντας νέα επεισόδια (αλληγορικά πάντοτε) που εμφάνιζαν χαρακτηριστικά μιας εκλεπτυσμένης ιδιοσυγκρασίας. Οι στίχοι του διαπνέονται από άκρατο… … Dictionary of Greek
μέν' — μένε , μένω stay pres imperat act 2nd sg μένε , μένω stay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ου μεν — oὐ μέν (Α) (ως επίταση τής άρνησης χωρίς να ακολουθεί το δέ) βεβαίως όχι, όχι αληθινά («οὐ μὲν σε χρὴ ἔτ αἰδοῡς, οὐδ ἡβαιόν» δεν είναι βέβαια ανάγκη πλέον να ντρέπεσαι, Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ου μεν δη — oὐ μὲν δὴ (Α) (για όρκο) βεβαίως όχι («μὰ Δί , ἔφη, oὐ μὲν δή», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ου μεν ουν — οὐ μὲν οὖν (ΑΜ, Α και οὐμενοῡν) (εισάγει αρνητική έκφραση σε αποκρίσεις, καθώς και για αντιλογία ή διόρθωση φράσης που προελέχθη ή εισήγησης) βεβαίως όχι, βεβαίως δεν, λοιπόν όχι αρχ. οὐμενοῡν... γε όμως όχι τουλάχιστον, όμως όχι λοιπόν,… … Dictionary of Greek
ου μεν πως — οὐ μέν πως (Α) κατ ουδένα τρόπο («οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ Αχαιοί», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
Γένοιτο μεν τ’ ἄν πᾶν τεκνωμένου. — γένοιτο μεν τ’ ἄν πᾶν τεκνωμένου. См. Богу все возможно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εἰ μὲν γὰρ πλουτεῖς, πολλοὶ φίλοι. — εἰ μὲν γὰρ πλουτεῖς, πολλοὶ φίλοι. См. Деньги найдут друга … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)