Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οὐ+μάν

  • 141 κε

    κε, (ν) = ἄν.
    1 in principal clauses.
    a c. aor. ind.

    ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.13

    ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.65

    καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον P. 3.68

    κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε P. 3.76

    τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε P. 4.47

    θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.15

    οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.25

    πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν Pae. 6.90

    Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας N. 9.34

    b c. impf. ind. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν I would wish P. 3.1
    c c. opt. aor., pres. τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; O. 6.6

    ἐνέποι κεν Καλλιμάχῳ λιπαρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ O. 8.82

    θάξαις δέ κε (byz.: καί codd.) O. 10.20

    ἦ κεν ἀμνάσειεν P. 1.47

    σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι P. 1.69

    καί κε μυθήσαιθ P. 4.298

    ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών λτ;κενγτ; εὕροις ὁδόν (supp. Hermann: om. codd.) P. 10.29

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι N. 4.93

    δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κ' εἴποιμι Μελησίαν (Wil., Schr.: κεν τάχος δἰ ἅλμας ἴσον εἴποιμι codd.) N. 6.64

    φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι N. 7.87

    ἐν τίν κ' ἐθέλοι N. 7.90

    ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39

    ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐώνN. 10.87

    καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις I. 5.48

    φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν ἀκόναν I. 6.72

    λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίαςI. 8.45

    λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν Pae. 4.50

    ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2.
    2 in subordinate constructions.
    a c. inf. [
    I representing original Homeric fut. + κε, cf. Goodwin, M & T, § 208, K-G, 1. 241. εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἕτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείξειν (v. l. κλείζειν: κεν om. codd. nonnulli: τε coni. Schr.) O. 1.109]
    II representing opt. +

    κε. εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν P. 3.111

    [ <κεγτ; λαθέμεν (coni. Turyn.) O. 1.64] cf. α. supra.
    III representing impf. + κε, iterative. φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (Wil.: κεν codd.) P. 7.20
    b in rel. clause.
    I c. subj. “γένος, οἵ κεν τέκωνται φῶταP. 4.51
    II c. opt.

    ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει, ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7

    d frag. ]

    μενος οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6

    Lexicon to Pindar > κε

См. также в других словарях:

  • μαν — μάν, ὁ (Α) (δωρ. και παλαιός επικ. τ.) βλ. μήνας …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Τόμας — I (Thomas Mun, Λονδίνο 1571 – 1641). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν έμπορος στην Ιταλία και στην Ανατολή, ανέλαβε κατόπιν διευθυντική θέση στην Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (1615). Κύριος εκπρόσωπος της τάσης που αργότερα ονομάστηκε μερκαντιλισμός… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… …   Dictionary of Greek

  • μαν(ν)όγαλο — και μαν(ν)όγαλα, το (Μ μαννογαλον) 1. το γάλα τής μάννας 2. γάλα που προέρχεται από μητέρα και από την κόρη της όταν συμβεί να έχουν τεκνοποιήσει και να θηλάζουν και οι δύο την ίδια εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (I) + γάλα (πρβλ. ρυζόγαλο)] …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Χάινριχ — (Heinrich Mann, Λίμπεκ, 1871 – Σάντα Μόνικα, Καλιφόρνια, 1950). Γερμανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ήταν γιος ενός πλούσιου μεγαλέμπορου και μεγαλύτερος αδερφός του διάσημου συγγραφέα Τόμας Μαν. Σπούδασε στο Βερολίνο και στο… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Άντονι — (Anthony Mann, Σαν Ντιέγκο, 1906 – Βερολίνο, 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού σκηνοθέτη Εμίλ Άντον Μπάντμαν (Emil Anton Bundmann). Αμέσως μετά το σχολείο άρχισε να δουλεύει ως ηθοποιός στο Μπροντγουέι και ως παραγωγός. Τη δεκαετία του …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Κλάους — (Klaus Mann, Μόναχο, 1906 – Κάνες, 1949). Γερμανός συγγραφέας και ποιητής. Ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά του μεγάλου συγγραφέα Τόμας Mαν. Εργάστηκε και ως θεατρικός κριτικός, ηθοποιός και δημοσιογράφος. Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού,… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Μάικλ — (Michael Mann, Σικάγο 1943 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν και παρακολούθησε μαθήματα στο London International Film School. To 1965 άρχισε την καριέρα του με τηλεοπτικές… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Χόρας — (Horace Mann, Φράνκλιν, Μασαχουσέτη, 1796 – Γέλοου Σπρινγκς, Οχάιο 1859). Αμερικανός παιδαγωγός. Καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Κατάφερε ωστόσο να γίνει δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Μπράουν, απ’ όπου αποφοίτησε με διάκριση το 1819.… …   Dictionary of Greek

  • Μᾶν — Μᾶ fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μᾶν — μής masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»