Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οὐκ+ἔνεστι

  • 21 δόλος

    δόλος, ου, ὁ (s. three prec. entries and δολόω; Hom.+; ins, pap, LXX; PsSol 4:8; Test12Patr; ApcEl [PSI 7 verso, 3]; SibOr 3, 191; EpArist 246; Philo; Jos., C. Ap. 2, 200 al.; Just., D. 14, 2; Iren. 5, 29, 2 [Harv. II 404, 2]; loanw. in rabb.) taking advantage through craft and underhanded methods, deceit, cunning, treachery. In the following lists of vices (cp. Herm. Wr. 13, 7b) δ. may be rendered by deceit Mk 7:22; Ro 1:29; D 5:1; B 20:1; pl. 1 Cl 35:5. ἐν ᾧ δ. οὐκ ἔστιν in whom there is nothing false (Theogn. 416 πιστὸν ἑταῖρον, ὅτῳ μή τις ἔνεστι δόλος; LXX) J 1:47; cp. 1 Pt 2:22; 1 Cl 16:10 (both Is 53:9); 50:6; Rv 14:5 v.l. (both Ps 31:2); Pol 8:1 (after 1 Pt 2:22); πλήρης παντὸς δ. monster of underhandedness (Goodsp.) Ac 13:10 (Just., D. 14, 2 μεμεστωμένοι … δόλου). W. κακία 1 Pt 2:1 (FDanker, ZNW 58, ’67, 93–95); λαλεῖν δ. speak deceitfully 3:10; 1 Cl 22:3 (both Ps 33:14).—δόλῳ by cunning or stealth (Hom. et al.; Ex 21:14; Dt 27:24 al.; ViAhiae [Ahijah] 3 [p. 92, 2 Sch.]; Philo, Spec. Leg. 4, 183; Jos., Ant. 10, 164; prayers for vengeance fr. Rheneia: SIG 1181, 3 and in Dssm., LO 352; 354ff [LAE 423ff]; cp. μετὰ δόλου Did., Gen. 126, 20) Mt 26:4; 2 Cor 12:16. δόλῳ πονηρῷ w. base cunning (SIG 693, 2; 5, cp. 9; OGI 629, 112; BGU 326 II, 3 [Hunt-Edgar 85 II, 3]) IEph 7:1. Also ἐν δ. (Soph., Phil. 102; Wsd 14:30; 1 Macc 1:30) Mk 12:14 v.l.; 14:1; 1 Th 2:3.—B. 1171. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > δόλος

См. также в других словарях:

  • κίκυς — κῑκυς, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) δύναμη, ενεργητικότητα («σοὶ δ οὐκ ἔνεστι κῑκυς οὐδ αἱμόρρυτοι φλέβες» δεν έχεις δύναμη μέσα σου ούτε τρέχει στις φλέβες σου αίμα, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ… …   Dictionary of Greek

  • ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • ένι — ἔνι (Μ) 1. (συντμ. τ. τών ἔνεστι, ἔνεισι, ἐνέσται) βλ. ένειμι 2. (αντί τού ἐστί, ἔνεστι, εἶναι) υπάρχει, είναι, βρίσκεται να είναι («οὐκ ἔνι δοῡλος οὐδὲ ἐλεύθερος», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • δηλαδή — (AM δηλαδὴ και δῆλα δὴ) επίρρ. μσν. νεοελλ. (ως επεξηγηματικό) ήτοι, τουτέστιν νεοελλ. 1. (με έννοια συλλογιστική) βεβαίως λοιπόν, είναι λοιπόν φανερό («συνέχεια υπόσχεσαι και ποτέ δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου δηλαδή με ειρωνεύεσαι») 2. ώστε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»