Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

οὐκ+ἂν+σὺ+παύσει

  • 1 Qualification

    subs.
    Capacity: P. and V. δναμις, ἡ.
    Have qualifications for: P. εὐφυής εἶναι πρός (acc.).
    Through lack of the qualifications necessary for competing: P. κατὰ τὴν οὐκ ἐξουσίαν τῆς ἀγωνίσεως (Thuc. 5, 50).
    Something added to limit a statement: P. παράφθεγμα, τό.
    Will you not cease adding qualifications? P. οὐ παύσει παραφθεγγόμενος; (Plat., Euthy. 296A).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Qualification

См. также в других словарях:

  • χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… …   Dictionary of Greek

  • διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»