-
1 νωνυμος
21) неизвестный, безвестный Hom., Aesch., Soph.2) не ведающий, не знающийοὐδέ τις ἔσται τῆς Σαπφοῦς ν. ἠέλιος Anth. — и не будет такого дня, который не помнил бы о Сапфо
См. также в других словарях:
νώνυμ(ν)ος — νώνυμ(ν)ος, ον (Α) 1. ανώνυμος, αφανής, άσημος («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον ὀπίσσω θῆκαν», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που δεν έχει όνομα, ανώνυμος 3. αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῡς νώνυμος ἠέλιος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek