-
1 περιρρέω
A : [tense] aor. 1 inf.- ρρεῦσαι Lycurg.96
(s.v.l.): [tense] aor. 2 - ερρύην (v. infr.): [tense] pf. :I c. acc., flow round,τὸν δ' αἷμα περίρρεε Od.9.388
;νῆδον π. ὁ Νεῖλος Hdt.2.29
, cf. 127 ;νήσους, ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα Pl.Phd. 111a
; κύκλῳ.. τὸν τόπον περιρρεῦσαι τὸ πῦρ Lycurg.l.c. codd.; of persons,ἅπαντες π. ἡμᾶς κύκλῳ Pl.Chrm. 155d
:—[voice] Pass., to be surrounded by water, X.An.1.5.4, Arist.Mu. 393a11, al.II abs., flow round,Στρυμόνος ἐπ' ἀμφότερα περιρρέοντος Th.4.102
, cf. X.HG4.1.16 (v.l.), Arist.Cael. l.c.2 fall away,περιερρυηκυίας τῆς γῆς Pl.Criti.
l. c. ; waste away,πῆχυς ὅλος περιερρύη Hp.Epid.3.4
, cf. LXX 4 Ma.9.20 ; fall off, of flowers, Thphr.HP4.8.9.3 slip from off a thing, ἡ ἀσπὶς περιερρύη ἐς τὴν θάλασσαν slipped off his arm into the sea, Th.4.12 ; [αἱ πέδαι] αὐτῷ αὐτόμαται π. X.An.4.3.8
; [αἱ πέδαι] π. Plu.2.304b ; οἱ στέφανοι π. Luc.VH2.11: c. gen., ἵππου π. slip off it, Plu.Art. 15, cf. Id.2.970d ;τροχοὶ π. τῶν ἁρμάτων Parth.6.4
.4 overflow on all sides, σοὶ περιρρείτω βίος let thy means of living abound, S.El. 362 ; of excessive wealth, Diog.Oen.60 ; οὐδενὸς περιρρέοντος being in excess, Plu.Per.16 :—[voice] Pass., to be all running or dripping, ἱδρῶτι with sweat, Id.Aem.25 ;δάκρυσι Suid.
s.v. ἄναυδος : freq. metaph., abound,περιρρεομένη ἀφθονία ἀγαθῶν Ph.2.455
; of persons, c. dat.,περιρρεόμενος ταῖς ἐκτὸς οὐσίαις Id.1.592
, cf. 2.445 ; περιρρέονται μαθηταῖς have a crowd of pupils about them, Lib.Or.64.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιρρέω
См. также в других словарях:
περιρρέω — ΝΜΑ 1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.) 2. παθ. περιρρέομαι περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.) αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek