-
1 μῆχος
μῆχος, τό, poet. = μηχανή, künstliches Mittel, Hülfsmittel; οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσϑα, Il. 2, 342, vgl. 9, 249, οὐδέ τι μῆχος ῥεχϑέντος κακοῦ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν, gegen ein Uebel, u. Od. 12, 392. 14, 238; κακῶν, Eur. Andr. 537; κακοῠ, auch Her. 2, 181. 4, 151; νόσῳ, Theocr. 2, 95; Anacr. 25, 17.
-
2 ἌΚος
ἌΚος, τό, Heilmittel, Hom. zweimal, Od. 22, 481 οἶσε ϑέειον, κακῶν ἄκος, Iliad. 9, 250 οὐδέ τι μῆχος ῥεχϑέντος κακοῠ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν; – oft sobei Trag.; aber Eur. Hel. 1061 σωτηρίας, zur Rettung; ἄκος τοῠ μὴ γίγνεσϑαι ἢ τοῦ γίγνεσϑαι ἧττον Arist. Pol. 5, 5; ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε ϑρηνεῖσϑαι, es nützt nichts, Aesch. Pr. 43; ἄκος δοῠναιπόνων Babr. 94. 4; Her. 4, 187; Medic.; Plat. Legg. X, 910 a ἄκος ποιεῖσϑαι.
-
3 μῆχος
μῆχος, τό, künstliches Mittel, Hilfsmittel; οὐδέ τι μῆχος ῥεχϑέντος κακοῦ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν, gegen ein Übel
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий