-
1 παρατεκταινω
См. также в других словарях:
παρατεκταίνω — ΜΑ μσν. αρχ. ενεργώ κατά έναν άλλο τρόπο («οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (κυρίως σχετικά με ξύλο) μετασχηματίζω, δίνω άλλο σχήμα ή μορφή 2. μέσ. παρατεκταίνομαι αλλοιώνω, μεταβάλλω, πλάθω ψεύδη («αἶψά κε... ἔπος… … Dictionary of Greek