-
141 καίνῡμι
καίνῡμι, act. nur καινύτω, Hesych. νικάτω, sonst im med. καίνυμαι, praes. u. impf., mit dem perf. κέκασμαι, plusqpf. ἐκεκάσμην, dor. κέκαδμαι (also ΚΑΔ, glänzen, vgl. κόσμος), die auch Präsensbdtg haben, übertreffen, besiegen; ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνϑρώπων κυβερνῆσαι, er übertraf die Menschen im Steuern, Od. 3, 382; ἥ ῥα γυναικῶν φῦλον ἐκαί. νυτο εἴδεΐ τε μεγέϑει τε, sie übertraf die Frauen an Schönheit u. Größe, Hes. Sc. 4; vgl. Ap. Rh. 1, 138. So auch im plqpf., ἐγχείῃ ἐκέκαστο Πανέλληνας, er zeichnete sich vor allen Griechen durch die Lanze aus, Il. 2, 530, wie ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἔγχεϊ 16, 808; Od. 19, 395 u. öfter, auch c. inf., οἶος ὁμηλικίην ἐκέκαστο ὄρνιϑας γνῶναι 2, 158. – Oft auch ohne den acc. der Person, sich in Etwas auszeichnen, sich worin hervorthun, καὶ σὺ κακοῖσι δόλοισι κεκασμένε Il. 4, 339, vgl. 5, 54 Od. 9, 509; παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένον ἐν Δαναοῖ σιν, unter den Danaern sich auszeichnend, 4, 725. 815, wie μετὰ δμωῇσι 19, 82 u. πάντας ἐπ' ἀνϑρώπους Il. 24, 535; ausgezeichnet, geschmückt sein mit Etwas, Ἑρμείας, ὃς ἐπὶ (v. l. ἐνὶ) φρεσὶ πευκαλίμῃσι κέκασται Il. 20, 35; ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένον οὐρανιώνων Hes. Th. 929; ἐλέφαντι φαίδιμον ὦμον κεκαδμένον Pind. Ol. 1, 27; εὖ κεκασμένον δόρυ Aesch. Eum. 736; φρουραῖς κέκασται, ist damit versehen, Eur. El. 616; ἕτερον πολὺ πανουργίαις μείζοσι κεκασμένον Ar. Equ. 685; Sp., ἐκέκαστο ἰϑύνειν, er verstand es zu lenken, Ap. Rh. 2, 867.
См. также в других словарях:
όιος — ὄϊος, ΐα, ον (Α) [όις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, πρόβειος («γάλα ὄϊον», Ιπποκρ.) 2. παροιμ. «οἰὸς οἰότερον» πιο βλάκας και από πρόβατο … Dictionary of Greek
οἶος — alone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἷος — such as masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… … Dictionary of Greek
οἰός — ὄις sheep masc/fem gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄιος — ὄις sheep masc/fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδ’ ἂν τρὶ’ εἰπεῖν, ῥήμαθ’ οἶος τ’ ᾗν. — οὐδ’ ἂν τρὶ’ εἰπεῖν, ῥήμαθ’ οἶος τ’ ᾗν. См. Трех слов связать не может … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οἵω — οἷος such as masc/neut nom/voc/acc dual οἷος such as masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἵων — οἷος such as fem gen pl οἷος such as masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶον — οἶος alone masc acc sg οἶος alone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)